Ο Κωνσταντίνος Δεπούντης ανήκει στη γενιά εκείνων των σκηνοθετών που δεν ακολουθούν μονοπάτια, αλλά τα χαράζουν.
Με πειραματισμούς πάνω στις μορφές της τέχνης, προσπαθεί να βρίσκει πράγματα και ιδέες που του αρέσουν και είναι πιο κοντά στα «πιστεύω» του.
Τολμηρός, ανήσυχος, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής παρατήρησης, οι παραστάσεις και τα έργα του συνομιλούν με την εποχή μας, κάτι που το θεατρικό κοινό το έχει ανάγκη.
Ο ίδιος, με αφορμή την παράσταση "Μαύρα Γεράματα" την οποία σκηνοθετεί και θα παρουσιαστεί στην Πάτρα το Σάββατο 24/5 στις 9 μ.μ. (Πάνθεον), μίλησε μεταξύ άλλων στο patrasevents.gr για το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει στο κοινό, για τις προκλήσεις κατά τη διαδικασία της συγγραφής, και πώς η πολιτική ή κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει τη δουλειά του.
ΕΡ: Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε να δημιουργήσετε την παράσταση «Μαύρα Γεράματα» και ποιο μήνυμα θέλετε να μεταδώσετε στο κοινό;
ΑΠ: Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αφορμή για τη δημιουργία της παράστασης. Όταν συζητούσαμε με τα παιδιά της ομάδας για το ποιο κείμενο τους αρέσει και ποια παράσταση θέλουν να ανεβάσουμε, το επέλεξαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά απλά ακούσαμε το αίτημά τους. Αν πρέπει να πω κάτι που μου ενέπνευσε για να γράψουμε το κείμενο οπωσδήποτε, αυτό είναι τα οικογενειακά τραπέζια στις γιορτές όπου οι δυο μου γιαγιάδες τσακώνονται ποια είναι λιγότερο… γιαγιά.
ΕΡ: Ποια ήταν η αφετηρία της ενασχόλησής σας με το θέατρο και πώς διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική σας ταυτότητα με τα χρόνια;
ΑΠ: Με το θέατρο ξεκίνησα να ασχολούμαι κάποια στιγμή στο Δημοτικό, όταν η τότε δασκάλα μου Τασία Μπαρζού με εμπιστεύτηκε να γράψω σε θεατρικό κάποια κεφάλαια απ’ το «Καπλάνι της Βιτρίνας» που είχαμε διαβάσει στο σχολείο. Το ανέλαβα εξ ολοκλήρου (κείμενο, σκηνοθεσία κτλ.) και το παρουσιάσαμε στο τέλος της χρονιάς. Είχα κάνει απόπειρα να φτιάξω μια θεατρική ομάδα στο σχολείο μου στο Γυμνάσιο αλλά πήγε στράφι. Και μετά την καραντίνα βρήκα την ευκαιρία και μαζί με φίλους μου ιδρύσαμε την «Status Quo». Καλλιτεχνική ταυτότητα δεν έχω φτιάξει ακόμα. Είμαι αρκετά άπειρος και αρχάριος για να πω με σιγουριά ότι εγώ πρεσβεύω αυτό. Σίγουρα, όμως, προσπαθώ να βρίσκω μέσα από αυτά τα χρόνια που λειτουργούμε την ομάδα πράγματα και ιδέες που μου αρέσουν και είναι πιο κοντά στα «πιστεύω» μου και στα ενδιαφέροντά μου. Αλλά καλλιτεχνική ταυτότητα δε θεωρώ ότι είμαι σε θέση να έχω. Αυτό διαμορφώνεται από το έργο κάποιου και αυτά που θέλει να προβάλει μέσα από τις παραστάσεις του.
ΕΡ: Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη διαδικασία της συγγραφής και σκηνοθεσίας του έργου;
ΑΠ: Το κείμενο το έγραψα μαζί με τον Ορέστη Κρέμη και τον Απόλλωνα Κράνο που είναι, επίσης, ενεργά μέλη της ομάδας. Πορευόμαστε μαζί από την ίδρυση της ομάδας. Δεν αντιμετωπίσαμε κάποια μεγάλη δυσκολία όσο προετοιμάζαμε το κείμενο. Το μόνο δύσκολο που είχαμε ήταν η πίεση του χρόνου, διότι το κείμενο το γράψαμε τώρα πριν κάποιους μήνες, οπότε έπρεπε να το έχουμε έτοιμο μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε πρόβες και να δούμε τις μικροαλλαγές.
ΕΡ: Πώς βλέπετε τη θέση της νεανικής δημιουργίας στο σύγχρονο ελληνικό θεατρικό τοπίο;
ΑΠ: Πάσχουμε. Και πάσχουμε πολύ. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει πολύ έντονα ο φόβος της απόρριψης. Υπάρχει ο φόβος μην τυχόν και κάνουμε κάτι που θα σχολιαστεί αύριο ή μεθαύριο ή μην τυχόν και με χλευάσει ο τάδε επειδή έπαιξα έναν ρόλο ή επειδή δεν έπαιξα. Μας νοιάζει πολύ το τι λέει ο κόσμος και αυτό είναι το λάθος που κάνουμε. Για εμένα, η νεανική δημιουργία είναι ένα στοιχείο που το χρειάζεται περισσότερο από ποτέ το σύγχρονο θέατρο και ειδικά αυτούς τους καιρούς, όπου φτάνουμε σε έναν κορεσμό σιγά-σιγά. Θα μου άρεσε να ευαισθητοποιηθούν και άλλα παιδιά με ιδέες και όραμα, γιατί η κοινωνία καταρρέει. Και ο λόγος που καταρρέει είναι διότι δεν υπάρχει πλάνο, δεν υπάρχουν ιδέες, δεν υπάρχει εφευρετικότητα… προσπαθούμε να τα έχουμε όλα έτοιμα και να κάνουμε μόνο αυτά που είναι εύκολα. Δεν πρέπει να λειτουργούμε έτσι. Μακάρι να υπάρχουν και άλλες ομάδες θεατρικές ή, γενικά, καλλιτεχνικές που να δώσουν βήμα σε ανθρώπους που όντως έχουν κάτι να πουν.
ΕΡ: Σε ποιο βαθμό η πολιτική ή κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει τη δουλειά σας;
ΑΠ: Δεν την επηρεάζει, διότι προσπαθούμε εμείς οι ίδιοι να μην κοιτάμε τι υπάρχει στην επικαιρότητα. Η αλήθεια είναι πως το να γυρίσουμε εμείς τα 20χρονα, που ακόμα δεν έχουμε μάθει τι σημαίνει δεξιά και τι αριστερά, να κάνουμε πολιτικά σχόλια είναι λίγο ειρωνικό όταν δεν έχουμε επίγνωση του τι ακριβώς είναι αυτό που λέμε. Κοινωνικά, το μόνο το οποίο μας επηρεάζει είναι το κοινό. Όχι απαραίτητα αρνητικά. Το κοινό που θα έρθει να δει μια παράσταση έρχεται για να γελάσει και να περάσει καλά. Άρα, αυτομάτως, πρέπει να προσαρμόσουμε το κείμενο και το όλο στήσιμο της παράστασης για να βεβαιωθούμε ότι ο κόσμος που θα το δει θα γελάσει και θα το ευχαριστηθεί. Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι το κοινό σου για να μπορέσεις να συνεχίσεις αυτό που κάνεις. Ακόμα και οι συγγενείς ή φίλοι να είναι, που μέχρι ώρας με αυτά τα άτομα γεμίζουμε το θέατρο, πρέπει να ξέρεις με τι θα γελάσουν και με τι όχι. Αυτό που δεν τους αρέσει ας μην το δουν.
ΕΡ: Τι θα θέλατε να κρατήσει το κοινό φεύγοντας από την παράσταση;
ΑΠ: Το γέλιο. Με ενδιαφέρει ο κόσμος να περάσει ωραία και να βγει απ’ την παράσταση με θετικές εντυπώσεις. Γενικά, είναι ωραίο να φεύγει κάποιος από μια παράσταση και να σκέφτεται αυτό που είδε για καλό λόγο. Με τα παιδιά αυτό επιδιώκουμε και από αυτή την παράσταση. Μπορεί να μην το πετύχουμε αλλά ακόμη κι έτσι, θα έχουμε ένα καλό feedback για το τι κρατάμε και τι αλλάζουμε.