Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ενδέχεται εν αγνοία τους να συμβάλλουν στην εξάπλωση νοσοκομειακών λοιμώξεων, καθώς νέα μελέτη δείχνει ότι το πλύσιμο των στολών στο σπίτι μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικό στην απολύμανσή τους όσο νομίζαμε.
Οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις (γνωστές και ως λοιμώξεις σχετιζόμενες με μικρόβια στην υγειονομική περίθαλψη) είναι λοιμώξεις που εμφανίζονται σε ασθενείς ενώ νοσηλεύονται σε νοσοκομεία ή άλλες μονάδες υγείας και δεν υπήρχαν ούτε κατά την εισαγωγή τους ούτε στην αρχική φάση της νόσου τους.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), 1 στους 10 ασθενείς που νοσηλεύονται παγκοσμίως εμφανίζει τουλάχιστον μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη.
Στις αναπτυγμένες χώρες, περίπου 5-10% των ασθενών εμφανίζουν τέτοιες λοιμώξεις. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, το ποσοστό μπορεί να φτάσει και πάνω από 25% σε κάποιες μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).
Οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις αποτελούν ένα σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα, με τις επιφάνειες να παίζουν έναν συχνά υποτιμημένο ρόλο στη μετάδοση επικίνδυνων παθογόνων οργανισμών.
Έρευνες έχουν δείξει ότι το 52% των εργαζομένων στον χώρο της υγείας έρχονται σε επαφή με ανθεκτικά βακτήρια μέσω μολυσμένων επιφανειών, ενώ το 40% μπορεί να μολυνθεί με το ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο (MRSA) απλά αγγίζοντας ένα μολυσμένο αντικείμενο.
Η ανθεκτικότητα των μικροβίων στις επιφάνειες και τα υφάσματα είναι εντυπωσιακή:
Το βακτήριο E. coli μπορεί να επιβιώσει για περισσότερες από 28 ημέρες σε ανοξείδωτο χάλυβα.
Ο MRSA διατηρείται ζωντανός για πάνω από έξι εβδομάδες σε χάλυβα και για πάνω από 90 ημέρες σε πλαστικές επιφάνειες.
Ο μύκητας Candida albicans επιβιώνει τρεις ημέρες σε γυάλινες και μεταλλικές επιφάνειες, ενώ σε υφάσματα μπορεί να παραμείνει ενεργός έως και 14 εβδομάδες.
Ο νοροϊός μπορεί να παραμείνει στα ρούχα και σε αντικείμενα που είναι καλυμμένα με ύφασμα, όπως καρέκλες, καναπέδες και μαξιλάρια, για έως και ένα μήνα, μολύνοντας όσους τα αγγίζουν.
Ανθεκτικά στελέχη όπως MRSA (ανθεκτικός στα αντιβιοτικά σταφυλόκοκκος) έχουν βρεθεί σε ρούχα νοσοκομειακών ασθενών.
Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι καθαρισμού, αν και απαραίτητες, δεν αρκούν για να εξαλείψουν την απειλή. Επιπλέον, ερευνητές από Πανεπιστήμιο De Montfort υποστηρίζουν ότι πολλά οικιακά πλυντήρια ρούχων ενδέχεται να είναι ανεπαρκή για την απολύμανση των στολών των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και πιθανώς να συμβάλλουν στην εξάπλωση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής.
Γιατί το πλύσιμο των ρούχων δεν αρκεί
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν εάν έξι μοντέλα οικιακών πλυντηρίων ρούχων απολύμαναν επιτυχώς τις στολές εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, δοκιμάζοντας να πλύνουν μολυσμένα δείγματα υφασμάτων σε ζεστό νερό (60 βαθμούς Κελσίου), χρησιμοποιώντας έναν γρήγορο ή έναν κανονικό κύκλο.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS One, τα μισά πλυντήρια δεν απολύμαναν τα ρούχα κατά τη διάρκεια ενός γρήγορου κύκλου, ενώ το 1/3 απέτυχε να τα καθαρίσει επαρκώς κατά τη διάρκεια του κανονικού κύκλου.
Οι ερευνητές πήραν επίσης δείγματα από το εσωτερικό δώδεκα πλυντηρίων ρούχων. Η αλληλούχιση DNA αποκάλυψε την παρουσία δυνητικά παθογόνων βακτηρίων και γονιδίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά μετά το πλύσιμο.
Μάλιστα, φάνηκε ότι τα βακτήρια μπορούν να αναπτύξουν ανθεκτικότητα στα οικιακά απορρυπαντικά, γεγονός που αύξησε την ανθεκτικότητά τους σε ορισμένα αντιβιοτικά.
Η ερευνητική ομάδα προτείνει ότι οι οδηγίες πλυσίματος που δίνονται στους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να αναθεωρηθούν για να διασφαλιστεί ότι τα οικιακά πλυντήρια ρούχων καθαρίζουν αποτελεσματικά. «Εναλλακτικά, οι υγειονομικές εγκαταστάσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν βιομηχανικά πλυντήρια ρούχων στις εγκαταστάσεις τους για να πλένουν τις στολές, ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια των ασθενών και να ελεγχθεί η εξάπλωση των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά παθογόνων», υπογραμμίζουν οι συγγραφείς της μελέτης.