Στον θάνατο της μητέρας της αναφέρθηκε η Ματθίλδη Μαγγίρα σε πρόσφατη συνέντευξή της, στην οποία εξομολογήθηκε ότι την πένθησε πολύ πριν φύγει από τη ζωή. Όπως εξήγησε, η σταδιακή πορεία προς την άνοια την προετοίμασε για την απώλεια, αλλά ο χαμός της δεν παύει να αποτελεί τη μεγαλύτερη πληγή για εκείνη.

Πιο αναλυτικά, ανέφερε: «Ο θάνατος της μητέρας μου πριν από τρία χρόνια ήταν μεγάλη πληγή. Ήταν ένα ''ταξίδι'' που στην ουσία μας προετοίμασε όλους γιατί, καθώς η μαμά μου έμπαινε σιγά σιγά στην άνοια, το βιώσαμε όλο αυτό. Δηλαδή, την πένθησα τη μαμά μου πριν φύγει το σώμα της. Οπότε όταν ήρθε η ώρα κι έφυγε -η οποία δεν επικοινωνούσε πια, είχε μείνει ένας σκελετός με πέτσα, σαν φάντασμα, θεώρησα ότι λυτρώθηκε, ελευθερώθηκε. Δεν έπαψε να πονάει αυτό γιατί η απουσία, η έλλειψη είναι ο πόνος, αλλά δεν ήταν ξαφνικό για εμάς.».

Στη συνέχεια της συνέντευξής της στην εφημερίδα On Time, η Ματθίλδη Μαγγίρα παραδέχτηκε ότι η φροντίδα της μητέρας της, που λόγω άνοιας κάποιες φορές δεν αναγνώριζε τα αγαπημένα της πρόσωπα, υπήρξε ένα ιδιαίτερα δύσκολο «ταξίδι». Την αντιμετώπιζε με τρυφερότητα σαν μικρό παιδί, συμμετέχοντας στον κόσμο της και διατηρώντας την επικοινωνία χωρίς να τη διορθώνει ή να της προκαλεί αναστάτωση. Ειδικότερα, επισήμανε: «Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο ''ταξίδι'' γιατί βλέπεις έναν άνθρωπο που τον ξέρεις καλά και τον αγαπάς πολύ να μη σε αναγνωρίζει καν κάποιες στιγμές. Όμως, τη μαμά μου την έβλεπα πλέον σαν να ήταν ένα δίχρονο παιδάκι. Έτσι την αντιμετώπιζα. Έπλενα πιάτα και μου έλεγε: Εσείς είστε καινούρια εδώ; Πότε πιάσατε δουλειά; Πώς σας φαίνεται; Της έλεγα: Σήμερα… μου φαίνεται πάρα πολύ ωραία. Έπαιζα… το έργο της. Δεν το αναιρούσα για να θυμώνει ή να νιώθει ότι δεν την καταλαβαίνω. Δηλαδή, ακόμα κι αυτό που έκανα είναι μία μορφή επικοινωνίας. Της το έδινα».