Η ιστορία ξεκινά με δύο Αθηναίους φίλους, τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη, οι οποίοι ξεκινούν ένα ιδιότυπο ταξίδι. Η αναζήτησή τους καθοδηγείται από μια απλή αλλά βαθιά επιθυμία: να βρουν μια πόλη όπου θα μπορούν να ζήσουν ειρηνικά, ευημερώντας και χωρίς τα βάρη της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι δυο Αθηναίοι φίλοι,λοιπόν, ο παμπόνηρός Πεισθέταιρος και ο καλόγνωμος Ευελπίδης, αναζητούν τον τσαλαπετεινόΈποπα για να τους πει σε ποια πόλη μπορούν να ζήσουν ήρεμα, πλούσια και ειρηνικά. Όταν επιτέλους βρίσκουν τον τσαλαπετεινό, εκείνος τους στεναχωρεί, γιατί δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να καλύπτει τις επιθυμίες τους. Ο εύστροφοςΠεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τονΈποπα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθέταιρου.
Ο ραδιούργος, κατά τον Αριστοφάνη, αλλά όχι κατά τον Παπασπηλιόπουλο,Πεισθέταιρος, πείθει τα πουλιά για το μεγάλο όραμα τη Νεφελοκοκκυγία. Αυτή η πόλη θα είναι μια ουτοπία όπου τα πουλιά, και όχι οι θεοί ή οι άνθρωποι, θα κατέχουν την απόλυτη εξουσία. Η ιδέα είναι ταυτόχρονα φιλόδοξη και παράλογη, αντανακλώντας την ικανότητα του Αριστοφάνη να συνδυάζει σοβαρά θέματα με χιούμορ και γελοιοποίηση. Το σχέδιο του Πεισθέταιρου είναι επαναστατικό: τοποθετώντας τα πουλιά ως μεσάζοντες μεταξύ θεών και ανθρώπων, μπορούν να ελέγχουν τη ροή των θυσιών από τη γη στον Όλυμπο, ρυθμίζοντας έτσι την ίδια τη θεϊκή δύναμη.
Οι «Όρνιθες», γραμμένες από τον Αριστοφάνη το 414 π.Χ., παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του Πελοποννησιακού Πολέμου και αντανακλά τη βαθιά απογοήτευση του Αριστοφάνη για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Αθήνας και τη συνεχιζόμενη σύγκρουση. Παρόλο που το έργο του χάρισε τελικά το δεύτερο βραβείο στα Μεγάλα Διονύσια, ξεχωρίζει ως ένα καυστικό σχόλιο για τους συκοφάντες και τους κόλακες που είχαν εισχωρήσει στο δημοκρατικό σύστημα, καθώς και ως κριτική των ιδεαλιστικών αλλά συχνά ανεφάρμοστων θεωριών της νέας διακυβέρνησης.
Η κεντρική αφήγηση ακολουθεί τους δύο φίλους που, κουρασμένοι από τη διαφθορά και την τυραννία που καθορίζουν τον κόσμο τους, αναζητούν καταφύγιο σε ένα ουτοπικό βασίλειο. Αυτή η φυγή από την πραγματικότητα στη σφαίρα της φαντασίας αποτελεί κοινό μοτίβο στο έργο του Αριστοφάνη, χρησιμεύοντας ως μέσο τόσο για διαφυγή όσο και για αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο. Εδώ, αντιπροσωπεύει τη λαχτάρα για αγνότητα και απλότητα σε έναν κόσμο που μαστίζεται από τον πόλεμο και την ηθική παρακμή.
Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τους «Όρνιθες» για να γελοιοποιήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες που είχαν γίνει πληγή στην αθηναϊκή κοινωνία. Αυτές οι φιγούρες, οι οποίες ευδοκιμούν στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης και στην εύνοια των ισχυρών, παρουσιάζονται ως παρασιτικές. Η απεικόνιση αυτών των χαρακτήρων από τον Αριστοφάνη είναι διανθισμένη με περιφρόνηση, αναδεικνύοντας την περιφρόνησή του για όσους εκθέτουν την ακεραιότητα για προσωπικό όφελος. Με αυτόν τον τρόπο, ρίχνει μια κριτική ματιά στην ίδια τη δομή της αθηναϊκής δημοκρατίας, υπονοώντας ότι είχε γίνει ένα εκτροφείο για τέτοιου είδους καιροσκοπισμό.
Επιπλέον, το έργο εξετάζει τη γοητεία και τον κίνδυνο της ουτοπικής σκέψης. Το ταξίδι των πρωταγωνιστών σε έναν φανταστικό κόσμο όπου ελπίζουν να ξεφύγουν από την τυραννία της τρέχουσας ύπαρξής τους μπορεί να θεωρηθεί ως κριτική των πολιτικών πειραματισμών της εποχής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Αθήνα ήταν γεμάτη από ριζοσπαστικές ιδέες για τη διακυβέρνηση, πολλές από τις οποίες ήταν ιδεαλιστικές και αποκομμένες από την πραγματικότητα. Ο Αριστοφάνης, πάντα κυνικός, φαίνεται να προειδοποιεί για την τυφλή επιδίωξη αυτών των ουτοπιών. Ο φανταστικός κόσμος στους «Όρνιθες» δεν είναι απαλλαγμένος από τις δικές του προκλήσεις, αντικατοπτρίζοντας τα ελαττώματα κάθε θεωρητικής «τέλειας» κοινωνίας.
Με τη συγχώνευση της τολμηρής φαντασίας και της αιθέριας ποίησης, οι «Όρνιθες» αναδεικνύουν την απαράμιλλη δημιουργικότητα του Αριστοφάνη. Οι διάλογοι του έργου είναι πλούσιοι σε λυρισμό και η δομή του αντανακλά ένα άψογο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας. Αυτή η δυαδικότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της αριστοφανικής κωμωδίας, όπου τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του σουρεαλιστικού θολώνουν για να ενισχύσουν τον παραλογισμό και των δύο.
Η παράσταση του Άρη Μπινιάρη στους Όρνιθες του Αριστοφάνη που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 9 & 10 Αυγούστου και στη συνέχεια όργωσε την Ελλάδα, ήταν ένα τολμηρό μείγμα κλασικού κειμένου και σύγχρονου οράματος, διαποτισμένο τόσο με σεβασμό προς την αυθεντική κωμωδία όσο και με μια λεπτή σύγχρονη κριτική. Ο Μπινιάρης ανέβασε για πρώτη φορά τον Αριστοφάνη, διαπλέοντας τον ποταμό των Ορνίθων, ανάμεσα στον λυρικό παραλογισμό του έργου, τις διασκεδαστικές κάποιες φορές ξεκαρδιστικές σκηνές και τις εσωστρεφείς στιγμές που θύμιζαν το υπαρξιακό θέατρο του Μπέκετ.
Η παράσταση, με άξονα τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο ως Πεισθέταιρο και τον Γιώργο Χρυσοστόμου ως Ευελπίδη, περιηγήθηκε στο φαρσικό και το φιλοσοφικό πλαίσιο του έργου με ευαισθησία και φινέτσα. Ο Παπασπηλιόπουλος απέδωσε τον Πεισθέταιρο ως ευαίσθητο, τρυφερό και ονειροπόλο, ενσαρκώνοντας την γοητεία του για εξουσία αλλά και την ανάγκη του για την υπέρβαση. Η αλληλεπίδραση του με τον Ευελπίδη του Χρυσοστόμου ήταν παιχνιδιάρικη αλλά και αιχμηρή, ενσαρκώνοντας το κεντρικό ερώτημα: «Ξέρεις πώς είναι να ζεις με τα πουλιά;» Αυτή η επαναλαμβανόμενη φράση δεν ήταν μόνο χιουμοριστική, αλλά και αφοπλιστικά υπαρξιακή, θραύοντας τις βεβαιότητές μας για την ανθρώπινη κατάσταση, τις προσδοκίες μας και τον παραλογισμό της ίδιας της ζωής.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε τις ωραίες ερμηνείες από τον Κώστα Κορωναίο (Έποπας) αλλά και την ομάδα των ηθοποιών που ανέπτυξαν τις ιδιαίτερα διασκεδαστικές σκηνές των παμπόνηρων, επιτήδειων, εισβολέων της Νεφελοκοκκυγίας τον Στέλιο Ιακωβίδη (Χρησμολόγος), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Ποιήτρια), Ερρίκο Μηλιάρη (Μέτων), Μάριο Παναγιώτου (Επίτροπος), Θανάση Ισιδώρου (Συκοφάντης).
Η παράσταση απέφυγε το εύκολο χιούμορ και προτίμησε έναν συγκρατημένο, σχεδόν μινιμαλιστικό κωμικό τόνο που ενίσχυε τον παραλογισμό των καταστάσεων και την ονειρική ατμόσφαιρα της Νεφελοκοκκυγίας. Οι αναφορές του στον Μπέκετ ήταν σαφείς στον σκόπιμο ρυθμό, με παύσεις που μας επέτρεπαν να ζυγίσουμε στην ένταση μεταξύ του κωμικού και του τραγικού. Οι εκστατικές σκηνές «πτήσης», που αντιπροσώπευαν την υπέρβαση, βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τις πιο προσγειωμένες στιγμές ενδοσκόπησης.
Η παράσταση υπαινίχθηκε επίσης τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά δεινά, αλλά πάντα σε ποιητικούς, ονειρικούς τόνους και υπαρξιακές αποχρώσεις. Οι υπαινιγμοί στα σύγχρονα ζητήματα ήταν διακριτικοί, αφήνοντας το κοινό να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα σχετικά με τη συνάφεια της αρχαίας κριτικής του Αριστοφάνη με τον σημερινό κόσμο. Συνολικά, οι Όρνιθες του Μπινιάρη ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα, που πάντρεψε το παλιό με το νέο και ανέπτυξε προβληματισμούς για την εξουσία, την παρακμή, την ελευθερία και τον παραλογισμό της ζωής.
Οι δυο φίλοι εξουθενωμένοι από την προσπάθεια, τη συγκίνηση για την επίτευξη του ασύλληπτου στόχου, σωριάζονται στο τέλος της παράστασης στη σκηνή και παίρνουν βαθιές ανάσες, εισπνέουν όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούν και ήρεμοι απολαμβάνουν να ζουν ανάμεσα στα πουλιά και μαζί με μια μικρή ανησυχία περιμένουν να δουν αν η νίκη είναι παροδική ή η επικράτηση ολοσχερής. Περιμένουν…