Ήταν 26 Απριλίου του 1974. Περπατούσα εκείνη την μέρα από το Amherst College, το Πανεπιστήμιό μου, στο διπλανό University of Massachusetts. Είχαμε δικαίωμα να επιλέξουμε μαθήματα και από τα 5 πανεπιστήμια, των 40.000 φοιτητών, της περιοχής μας. Το UMASS ήταν το μόνο που έκανε σκανδιναβικές γλώσσες και είχα αποφασίσει να βελτιώσω τα σουηδικά μου. Πόσο θα μείνουμε άραγε εξόριστοι, μακριά από την πατρίδα, σκεπτόμουν. Είκοσι ενός ετών, ίσως να μην δω ποτέ πια την Ελλάδα. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα έρθει το τέλος μιας δικτατορίας. Θυμόμουν τις συναντήσεις στις οποίες ήμουν παρών, του πατέρα μου με τον Μάριο Σοάρες, εξόριστο Πορτογάλο, στο Παρίσι. Σχεδίαζαν τον αγώνα τους για τη δημοκρατία και τις συνέργειες των κινημάτων μας. Ουδείς μπορούσε τότε να προβλέψει ότι και οι δύο θα κυβερνούσαν τις χώρες τους ως δημοκρατίες. Όταν ζεις εξόριστος ζεις με την ελπίδα, αλλά και με τον βαθύ πόνο του νόστου, αναζητάς κάποιες πολύτιμες στιγμές, κάποιες αναλαμπές, ψάχνεις μορφές αποτελεσματικών αγώνων, υποφέροντας πάντα στο σκοτάδι της μακράς και καταπιεστικής σιωπής για το μέλλον. Η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία κρατούσε ήδη 35 χρόνια, στην Πορτογαλία 41 χρόνια.
Ίσως, σκεπτόμουν καθώς περπατούσα, η Σουηδία να γίνει επιλογή ζωής. Είχαμε ζήσει εκεί εξόριστοι. Φιλόξενη χώρα η Σουηδία. Όταν η χούντα των συνταγματαρχών κατηγόρησε τον Σουηδό Πρωθυπουργό, Τάγκε Έρλαντερ, ότι φιλοξενούσε Έλληνες τρομοκράτες, εννοώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα, το ΠΑΚ, που είχε ιδρύσει στη Στοκχόλμη, ο Έρλαντερ απάντησε σκληρά. Μίλησε για τη δέσμευση της Σουηδίας στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Απέρριψε τις κατηγορίες της χούντας. Διακήρυξε ότι θα συνεχίσει την υποστήριξη της Σουηδίας προς τους Έλληνες εξόριστους και τις δημοκρατικές δυνάμεις της. Συνεπής, όπως είπε χαρακτηριστικά, με τις αξίες και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας του.
Ο Όλαφ Πάλμε, ο οποίος διαδέχτηκε τον Έρλαντερ συνέχισε τη στήριξή του στα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, από την Αφρική μέχρι και τη Λατινική Αμερική. Στήριξε τους αντιαποικιοκρατικούς τους αγώνες και ήταν ισχυρός επικριτής του πολέμου της Αμερικής στο Βιετνάμ. Όταν το 1973 ανατράπηκε η κυβέρνηση Σαλβαδόρ Αλιέντε από τον Πινοσέτ στην Χιλή, η Σουηδία έγινε κέντρο εκστρατειών αλληλεγγύης κατά της χούντας του Πινοσέτ.
Δεν μπορούσα τότε να φανταστώ ότι μια μέρα θα με καλούσε ο Πάλμε, ως βουλευτή πια του ΠΑΣΟΚ, να συνδράμω τις προεκλογικές του ομιλίες. Μιλούσε για τη σημασία του να είναι η Σουηδία ανοιχτή στους πρόσφυγες. Αναφερόταν ονομαστικά σε αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στη Σκανδιναβία. Και μου ζητούσε να μιλήσω για τη δική μου εμπειρία τα χρόνια της χούντας και για την εξορία. Οι συγκεντρώσεις τελείωναν πάντα με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε σουηδικούς στίχους από την υπέροχη φωνή της Φινλανδής, Άρια Σαγιόνμαα.
Για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, η Σουηδία δεν αποτελούσε μια βιοποριστική επιλογή, αν και είχα δουλέψει εκεί. Ήταν τόπος προσφύγων από όλο τον κόσμο. Μοιραζόμασταν τους αγώνες μας. Άρα τα σουηδικά μου ήταν απαραίτητα.
Μπαίνοντας εκείνη την ημέρα, στο πανεπιστήμιο του UMASS και πηγαίνοντας για το μάθημά μου στα σουηδικά, πέρασα από το τραπεζάκι με τις φοιτητικές εφημερίδες. Κοίταξα βιαστικά τους τίτλους. Συνήθως είχαν ενημέρωση για τις διαμαρτυρίες ενάντια στον Πρόεδρο Νίξον. Ο κρυφός πόλεμός του, πέραν του Βιετνάμ, με βομβαρδισμούς στη Καμπότζη και στο Λάος, είχε αποκαλυφθεί. Κοντά 1.000 φοιτητές είχαμε κάνει κατάληψη στην βάση των βομβαρδιστικών B52 που ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά μας. Ξαναδιάβασα τους τίτλους. Σταμάτησα απότομα. Δάκρυσα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η ειρηνική “Επανάσταση των Γαρυφάλλων” ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς της Πορτογαλίας.
Η είδηση δεν ήταν απλά μια αναλαμπή ελπίδας αλλά τροφοδότησε τη νεανική μου βεβαιότητα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.
Μετά το μάθημα, κάθε Παρασκευή, είχα την εκπομπή μου στο φοιτητικό ραδιόφωνο. Χωρίς να ακούγομαι πια ονειροπόλος μπορούσα να μοιραστώ την αισιοδοξία για μια παρόμοια επανάσταση στην Ελλάδα.
Για τους δημοκράτες, τους προοδευτικούς, η εξορία δεν ήταν αγρανάπαυση. Ήταν συνεχής επαγρύπνηση, αναζήτηση ευκαιριών ανατροπής της χούντας. Ήταν συνεχής προσπάθεια ανάλυσης και επικοινωνίας με τον Ελληνισμό της διασποράς, αλλά και τις προοδευτικές δυνάμεις όλων των χωρών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας.
Ήταν όμως και μια εποχή αναζήτησης, προβληματισμού και οραματισμού για το αύριο της Ελλάδας. Ο χρόνος φυλακής, αν δεν συνοδεύεται από συνεχή βασανισμό, όπως και ο χρόνος εξορίας, αν δεν συνοδεύεται από τον συμβιβασμό και τη μοιρολατρία, είναι και περίοδος στοχασμού για το μέλλον. Αλλά και ευκαιρία αναστοχασμού: Γιατί φτάσαμε εκεί που φτάσαμε; Τι πρέπει να αλλάξουμε; Ποιο το ιδανικό μοντέλο δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ανάπτυξης για την πατρίδα μας; Πώς θα σταθούμε στα πόδια μας χωρίς πάτρονες; Πώς θα κινητοποιήσουμε τον Ελληνισμό για μια χώρα καλύτερη, διαφορετική;
Στο ΠΑΚ αυτό κάναμε. Δεν ήταν μόνο οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι απεργίες πείνας έξω από την Αμερικανική και Ελληνική Πρεσβεία, οι άπειρες συναντήσεις με πολιτικούς παράγοντες των χωρών που είχαν σχέσεις με την Ελλάδα, οι συνεργασίες με κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της εποχής, όπως του Μάη ’68, τα κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, των γυναικών και των μαύρων, οι επαφές με αντιστασιακές οργανώσεις, όπως την PLO της Παλαιστίνης, ή πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, δεν ήταν οι κρυφές επαφές με Έλληνες που ταξίδευαν στο εξωτερικό για να μεταφέρουν μηνύματα στο εσωτερικό, ήταν και η παραγωγή ιδεών, προτάσεων, σχεδίων για μια νέα Ελλάδα.
Παντού συνέδρια, σεμινάρια, συζητήσεις. Μεταξύ μας, στην Ελληνική διασπορά, αλλά και σε στενή επαφή με τόσους ακτιβιστές, προοδευτικούς διανοούμενους, φοιτητικά κινήματα της εποχής. Επεξεργασία καινοτόμων θεσμών και πολιτικών που θα διασφάλιζαν μια ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα.
Τον Ιουλίου του 1974 καταρρέει η χούντα μετά την Κυπριακή τραγωδία. Τα ερωτήματα πολλά. Τι σήμαινε η επάνοδος του Καραμανλή; Θα νομιμοποιούσε μια γκρίζα κατάσταση; Θα παρέμεναν οι αντιδημοκρατικές δομές, θα συνεχίζονταν οι εξαρτήσεις από την Αμερική;
Για λίγες μέρες υπήρξε έντονος προβληματισμός για το εάν έπρεπε ο Ανδρέας και οι δυνάμεις του ΠΑΚ να γυρίσουν στην Ελλάδα ή να συνεχίσουν τον αγώνα στην εξορία. Γρήγορα όμως, το λεγόμενο ΠΑΚ Εσωτερικού, ο Γιάννης Αλευράς, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ο Θανάσης Τσούρας, ο Αντώνης Λιβάνης, έπεισαν ότι ήταν η στιγμή του γυρισμού και νέων αγώνων μέσα στην Ελλάδα.
Αποφασίζεται να γυρίσουμε στις 16 Αυγούστου. Εγώ ήμουν στη Σουηδία. Θα βρισκόμασταν οικογενειακώς στο Λονδίνο με πολλά αλλά στελέχη του ΠΑΚ από τον Καναδά, τη Γερμανία, την Αγγλία και αλλού. Θριαμβευτική η υποδοχή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια όλων που αντικρίσαμε ξανά την πατρίδα.
Μείναμε μερικές μέρες στο ξενοδοχείο Καστρί, δίπλα στο παλιό και ιστορικό σπίτι. Το Καστρί, ήταν ερημωμένο από το 1968. Υπό κατ’οίκον περιορισμό είχε κάνει εκεί τις τελευταίες του δηλώσεις ενάντια στη χούντα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η κηδεία του, το 1968, μετατράπηκε στην πρώτη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στη χούντα.
Σύντομα, ξαναζωντάνεψε το Καστρί. Στελέχη από το εξωτερικό με αγωνιστές από την Ελλάδα, πολλούς νέους και από τον αγώνα του Πολυτεχνείου, έκαναν το Καστρί εργαστήρι τους για την διαμόρφωση της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Η Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ, της 3ης Σεπτέμβρη, επηρεάστηκε καθοριστικά από την εμπειρία και την επεξεργασία θέσεων από το ΠΑΚ.
Για το ΠΑΚ στην Ελλάδα δεν υπήρχε μια απλή δικτατορία. Ήταν ξένη κατοχή. Ήταν μια χούντα που επιβλήθηκε με τη βοήθεια και τις ευλογίες του κατεστημένου της Αμερικής. Είμασταν μπανανία. Ο όρος «μπανανία», προήλθε από την τεράστια εξουσία της αμερικανικής εταιρίας United Fruit Company, που έλεγχε την εμπορία μπανάνας αλλά μαζί και τις κυβερνήσεις στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Στην Ελλάδα αντίστοιχα, είχαμε την πετρελαϊκή εταιρία ESSO PAPPAS. Ήταν θυγατρική της αμερικανικής εταιρίας Standard Oil, της σημερινής EXXON Mobile. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ήταν η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου επί Ενώσεως Κέντρου, που προσπάθησε να επαναδιαπραγματευτεί τις συμβάσεις της ESSO με το ελληνικό κράτος, ώστε να υπάρχει εθνικός έλεγχος, δηλαδή, ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας επί των πόρων, με καλύτερη τιμολόγηση, φορολόγηση και επανεπένδυση κερδών στην Ελλάδα. Το εγχείρημα όμως βρήκε ισχυρότατες αντιστάσεις από τον ελληνοαμερικανό Tom Pappas. Έπαιζε πολιτικό παιχνίδι με τη δεξιά, συνέβαλε στην αποστασία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου το 1965 που ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπανδρέου και ήταν θιασώτης της ελληνικής χούντας η οποία και επέκτεινε τα προνόμια της εταιρίας του.
Και έτσι, ο αγώνας δεν ήταν απλά αντιδικτατορικός. Ήταν απελευθερωτικός. Τα δεινά της χώρας μας είχαν τις ρίζες τους σε αυτή την εξάρτηση. Εθνική, πολιτική, οικονομική εξάρτηση.
Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου από την χούντα του Ιωαννίδη, που έδωσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή και εξελίχθηκε σε τραγωδία για την Κύπρο, επιβεβαίωσε αυτή την αντίληψη.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ξεκινά με την τραγωδία της Κύπρου, αλλά μαζί και με την απαίτηση για απελευθέρωση της Ελλάδας από τις εξαρτήσεις, από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, καθώς και την αποτροπή των ξένων επεμβάσεων στην εθνική κυριαρχία της χώρας