Από τη θεωρία στην πράξη;

Ο Σπύρος Δελέγκος είναι ο μουσικός που για τις Κυριακάτικες μεσημεριανές τον απολαμβάνουμε μαζί με τους συνεργάτες του στο Upstage του Royal Patras, σε ένα live που δίνει έμφαση στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Όμως εκτός από καλλιτέχνης – μουσικός που ανεβαίνει πάνω στη σκηνή παίζοντας και τραγουδώντας, είναι και υποψήφιος διδάκτορας στη Μουσική Ακαδημία Sibelius του Πανεπιστημίου Τεχνών του Ελσίνκι (DocMus Doctoral School, Sibelius Academy, Uniarts Helsinki), κάτοχος master στον τομέα «Εθνομουσικολογία και Πολιτισμική Ανθρωπολογία» του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α.

Καταλαβαίνετε έτσι ότι μια συζήτηση μαζί του για το ρεμπέτικο τραγούδι, για ένα είδος για το οποίο έχουν γραφτεί πολλές μελέτες, διατριβές και δοκίμια, θα έχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον.

"Η αμεσότητα και η αλήθεια"

- Το ρεμπέτικο το αγαπάει ακόμα ο κόσμος στις μέρες μας και γιατί θεωρείς ότι αυτό συμβαίνει; 

Το ρεμπέτικο είναι εγγεγραμμένο στη συλλογική συνείδηση του Έλληνα εδώ και δεκαετίες. Αντιμετωπίζεται –ευτυχώς κατά τη γνώμη μου– ως αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής μας παράδοσης και της λαϊκής μας κουλτούρας.

Πέρα από τα ρευστά του όρια τόσο στυλιστικά όσο και χρονολογικά, το ρεμπέτικο εμφανίστηκε στο άστυ γύρω από την εποχή του μεσοπολέμου και κατεξοχήν μέσα σε αυτήν, και ως τέτοια μουσική, δηλ. αστική, επικοινωνεί βαθιά με τον σημερινό άνθρωπο που ζει στα σύγχρονα αστικά κέντρα.

Είναι τραγούδια σκληρά, αλλά και τρυφερά μιλούν για την φτώχεια, την κοινωνική καταφρόνια, τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και την αγάπη, τον έρωτα και ιδίως για τον έρωτα δίχως ανταπόκριση αναδεικνύουν την επικαιρότητα της εποχής τους  είτε με ωμό τρόπο είτε σκωπτικά και περιπαικτικά.

Το κύριο γνώρισμά τους είναι η αμεσότητα και η αλήθεια τους. Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι αληθινός, εμπνέεται και γράφει μουσική άμεσα και ανάγλυφα μέσα από τα βιώματά του και πολύ απλά θα έλεγε κανείς ότι τα ρεμπέτικα είναι όμορφα τραγούδια! Για αυτό τα αγαπάει ο κόσμος σήμερα και πιστεύω ότι πρόκειται για μια διαχρονική αγάπη.

"Επίκαιρο σε μεγάλο βαθμό"

- Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η διαχρονικότητα του ρεμπέτικου και πόσο επίκαιρο είναι στις μέρες μας; 

Για τη διαχρονικότητα του ρεμπέτικου αναφέρθηκα ουσιαστικά προηγουμένως… Το ρεμπέτικο είναι επίκαιρο σε αρκετά μεγάλο βαθμό, όχι μόνο άμεσα, αλλά και εμμέσως.

Τι εννοώ… Τα ρεμπέτικα τραγούδια μάς θυμίζουν την αμεσότητα, την απλότητα ζωής που αρκετές φορές έχουμε απωλέσει και ταυτόχρονα διαχειρίζονται με δωρικό τρόπο τον συναισθηματικό μας κόσμο.

Μπορεί κάποιες φορές να θίγουν κοινωνικά ζητήματα που έχουν παρέλθει, όπως π.χ. η φυματίωση (ως φθίση αναφέρεται στους στίχους συνήθως), αλλά στην ουσία αυτά φωτίζουν το παρόν και το μέλλον με έναν τρόπο που κάνει και η επιστήμη της ιστορίας ως τρόπος σκέψης και ως οπτική.

Δηλαδή τροφοδοτεί την αντίληψή μας με ιστορικό υλικό, και μάλιστα αισθηματοποιημένο, αλλά και συναισθηματικά δοσμένο μέσα από την τέχνη του τραγουδιού, λειτουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο ως εφόδιο στο δυναμικό πεδίο της σημερινής ζωής.

Επιπλέον, τα ρεμπέτικα, δεμένα με την πραγματικότητα της τότε καθημερινότητας του απλού κόσμου, όσο κι αν απέχουν μερικές φορές από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, έρχονται να αποτυπωθούν στο σήμερα ως λαϊκές μυθοπλασίες που καταφέρνουν να πείσουν και να επικοινωνήσουν με μεγάλη μερίδα κόσμου όχι μόνο νοσταλγικά, αλλά και με τρόπους και πρακτικές που συντελούνται στο σήμερα προβάλλοντας το. 


"Οι διαφορές του ύφους"

- Ποιες οι διαφορές των ανώνυμων τραγουδιών της Σμύρνης και της Πόλης με τα ρεμπέτικα του μεσοπολεμικού και του μεταπολεμικού ύφους; 

Μεγάλο ζήτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα με συνοπτικό τρόπο. Η κάθε εποχή γεννά τα δικά της στυλιστικά πρότυπα ακολουθώντας, αλλά συνάμα και διαμορφώνοντας τους ανάλογους αισθητικούς και κοινωνικοπολιτισμικούς κώδικες.

Η περίοδος των τραγουδιών της Σμύρνης και της Πόλης ανήκουν στην ανώνυμη λαϊκή μούσα, που είναι πιο κοντά στις συλλογικές δημιουργίες που συντελούνταν εντός κοινωνικών ομάδων χωρίς να υπάρχει ακόμα η έγνοια του δημιουργού, αλλά μόνο του ερμηνευτή.

Η καταξίωση ερχόταν μέσα από την αδιάκοπη αναδημιουργία και επαναδιαπραγμάτευση ενός μουσικού υλικού που δεν προερχόταν από κάποιον συγκεκριμένα, αλλά από ένα συλλογικό υποκείμενο.

Δηλαδή ισχύει περισσότερο η λογική αυτού που συναντάμε στις λεγόμενες παραδοσιακές μουσικές. Ασφαλώς τα τραγούδια αυτά εκφράζουν κυρίαρχα τη θετικότητα και την κατάφαση στη ζωή, μιας και πρόκειται για δημιουργίες που αντανακλούν έναν αρκετά αναβαθμισμένο τρόπο ζωής ως προς το βιοτικό επίπεδο και την κουλτούρα που είχαν στην Πόλη και τη Σμύρνη πριν το 1922.

Αυτά τα μουσικοπολιτισμικά σχήματα εξελίσσονται μέσα στα μεσοπολεμικά χρόνια και ωριμάζουν ακόμα περισσότερο στα μεταπολεμικά, βγάζοντας στο προσκήνιο την αντίληψη περί επώνυμης δημιουργίας.

Πολύ σχηματικά, θυμίζει μια στροφή από τους πολλούς και ανώνυμους στον ένα και επώνυμο, στο δημιουργικό εγώ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών πρωτοθεσπίζονται στην Ελλάδα γύρω στο 1930.  

Τέλος, οι στυλιστικές διαφορές ανάμεσα στα Σμυρνέικα και Πολίτικα με τα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά τραγούδια είναι σαφείς: τα μεν πρώτα στηρίζονται οργανολογικά στο βιολί, την πολίτικη λύρα, το κανονάκι, το σαντούρι, το μαντολίνο κλπ. και απηχούν σε μεγάλο βαθμό το οθωμανικό-ελληνικό μουσικό ύφος, συχνά και απλώς οθωμανικό, ενώ τα δε, όταν δεν ακολουθούν το προηγούμενο στυλ, αναπτύσσονται μέσα από τη σταδιακή καθιέρωση του μπουζουκιού, ενός οργάνου που έμελλε να στεφθεί ως το εμβληματικό αστικό λαϊκό όργανο της νεοελληνικής κουλτούρας.  

Ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης

-Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου θεωρείται ο Βαμβακάρης. Οι περισσότεροι όμως θεωρούν ως κομβική μορφή του είδους και της ένωσης του με λαϊκό τραγούδι, τον Τσιτσάνη γιατί; 

Κατά τη γνώμη μου, το ρεμπέτικο είναι και αυτό λαϊκό τραγούδι, και πιο συγκεκριμένα αστικό λαϊκό τραγούδι, ασχέτως αν ένα μειοψηφικό του κομμάτι συνδέεται με το κοινωνικό περιθώριο και την τότε παραβατικότητα. Σε μεγάλο βαθμό, τα τραγούδια αυτού του τύπου ήταν μόδα τότε, όπως σχεδόν συμβαίνει και τώρα, δηλ. ανεξαρτήτως των συνηθειών που έχει ο καθένας μας.

Έτσι, ο Σμυρνιός συνθέτης Παναγιώτης Τούντας μπορεί να περιγράφει τη ζωή ενός χασισοπότη, αλλά από την άλλη ο ίδιος δεν σχετίζεται καθόλου βιωματικά με αυτό το φαινόμενο αυτής της μορφής η αποστασιοποίηση είναι αρκετά συνηθισμένη στη σφαίρα των τεχνών γενικότερα.

Αντίθετα, ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν έχει ενδοιασμούς να μιλήσει με περισσή ειλικρίνεια για τις εμπειρίες του και όλες σχεδόν τις μεταπλάθει σε τραγούδια.

Αδιαμφισβήτητα υπήρξε ένας εξαιρετικά χαρισματικός δημιουργός, τυπικά μη εγγράμματος μουσικά, που όμως περνάει πληθώρα δρόμων/μακαμιών με το μπουζούκι στο ρεπερτόριό του. Επίσης, είναι ο άνθρωπος που λειτουργεί ρηξικέλευθα καθιερώνοντας το τρίχορδο μπουζούκι μετά τις πρώτες του ηχογραφήσεις το 1932 στην Αθήνα.

Ο Τσιτσάνης είναι κατά τη γνώμη μου ο πλέον εκφραστικός εκτελεστής του μπουζουκιού, ο οποίος άνθισε στο έδαφος που καλλιέργησε ο Μάρκος, εξού και ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως ο πατριάρχης του ρεμπέτικου.

Ο Τσιτσάνης με την πιο λεπτή αισθητική του αντίληψη και μέσα στις συνθήκες της Μεταξικής λογοκρισίας (μετά το 1936) που ευνοούσαν το πιο κανταδόρικο, αλλά και ραφινάτο άκουσμα του μπουζουκιού, κατάφερε να πρωτοστατήσει και να καινοτομήσει τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά διαμορφώνοντας έναν ήχο και στίχο που άγγιζαν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. 

Ο Μάνος και ο Μίκης

-Πώς επηρέασε το ρεμπέτικο δημιουργούς όπως τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι; 

Υπάρχουν κάποια κομβικά ιστορικά σημεία, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, που φωτίζουν την επιρροή αυτή. O Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε από τους πρώτους έξωθεν εκτιμητές, τους πρώτους outsiders του ρεμπέτικου όπως θα λέγαμε, ο οποίος ανέδειξε την αισθητική αξία της μουσικής αυτής μέσα από την πλέον ιστορική του διάλεξη το 1949 στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Στη συνέχεια, εμπνεόμενος σαφώς από το στυλ αυτό, γράφει ανάλογου ύφους μουσική, δηλαδή με ρυθμούς, μελωδικό υλικό και εναρμονίσεις που έχουν σαφείς αναφορές στο ρεμπέτικο, την οποία παρουσιάζει  σε κινηματογραφικά φιλμ, όπως στη «Στέλλα» το 1955 –αξιοποιώντας μάλιστα ενορχηστρωτικά τον ίδιο τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι του.

Ωστόσο, ήδη από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας είχε διασκευάσει τη «Μάγισσα της Αραπιάς» του Βασίλη Τσιτσάνη στο β’ μέρος του «Κοντσέρτου για δύο βιολιά και ορχήστρα». Πολύ αργότερα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Μίκης Θεοδωράκης επεξεργάζεται και αυτός τις λαϊκές μουσικές φόρμες ως προς τους ρυθμούς (ζεϊμπέκικος, χασάπικος), τη μελωδική ανάπτυξη (δρόμους/μακάμια) και την ενορχήστρωση με βασικό πρωταγωνιστή το μπουζούκι, προκειμένου να μελοποιήσει μεγάλους ποιητές, όπως Ρίτσο, Σεφέρη, Τριπολίτη κ.ά.  

Συνεπώς, βλέπουμε πως εντός της μεταπολεμικής περιόδου του ρεμπέτικου σταδιακά έστω και ευάριθμοι διανοούμενοι, με ευρωπαϊκή κλασική μουσική παιδεία, αντλούν υλικό από τις αστικολαϊκές φόρμες για να δημιουργήσουν τις δικές τους συνθέσεις, τις λεγόμενες λαϊκότροπες δημιουργίες –τάση εξάλλου που ήδη είχε ξεκινήσει να απαντάται αντίστοιχα και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο:

Δηλαδή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα στο πνεύμα της νεωτερικότητας και συνοδεία μιας προτεταμένης νοσταλγίας, μετά τα λαϊκά τραγούδια της υπαίθρου –τη λεγόμενη δημοτική παράδοση– είχαν την τιμητική τους πλέον οι αστικολαϊκές μουσικές που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν παρακμιακές ως υβριδικές και ως μη αγνές εκφάνσεις της λαϊκής κουλτούρας.


Το Upstage του Royal

- Γιατί διαλέξατε σε μια τέτοια σκηνή σαν το Upstage του Royal ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά τραγούδια και μάλιστα Κυριακή μεσημέρι; 

Κατ’ αρχάς, ως επαγγελματίες εξετάζουμε όλες τις σοβαρές προτάσεις. Οι μουσικοί του ρεμπέτικου και παλιού λαϊκού τραγουδιού πλέον, εδώ και πολλά χρόνια, έχουν διευρύνει τους ορίζοντές τους ως προς τους χώρους επιτέλεσης αυτής της μουσικής.

Δεν είναι μόνο η ταβέρνα και το τρέχον μεζεδοπωλείο που μπορεί να φιλοξενήσει ένα τέτοιο ρεπερτόριο, αλλά και οι μουσικές σκηνές, ακόμα και τα θέατρα τουλάχιστον για πιο εξειδικευμένες συναυλίες ή μουσικές παραστάσεις.

Ερχόμενος στη δική μας περίπτωση, προκειμένου να φιλοξενηθεί το μουσικό μας σχήμα τις Κυριακές τα μεσημέρια 26 Μαρτίου, αλλά και 2 Απριλίου, το Upstage του Royal Patras στήθηκε και λειτουργεί ως ένα πιο εκλεπτυσμένο μουσικό μεζεδοπωλείο που με τις ιδιαιτερότητές του ως κτίσμα φαντάζει πραγματικά ξεχωριστό. Έτσι, όπως φάνηκε και από την τελευταία Κυριακή 19 Μαρτίου φαίνεται να επιτυγχάνεται ο στόχος μας, ο οποίος είναι να γίνουμε με τον κόσμο μια μεγάλη παρέα!

Η Κυριακή μεσημέρι είναι μια καθιερωμένη έξοδος για όλους και συνδέεται με την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα και την αντίστοιχη μουσική όπως είναι τα παλιά λαϊκά τραγούδια.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια τέτοια περίσταση όλοι γίνονται πιο εύκολα μια παρέα, τραγουδώντας και χορεύοντας σε ανάλαφρο πνεύμα. Όταν μάλιστα οι μουσικοί κάνουν την κατάλληλη επιλογή τραγουδιών και τα αποδώσουν με το ανάλογο ύφος και με δεδομένη την τεχνική αρτιότητα έχουν μεγάλη πιθανότητα να καταφέρουν να αγκαλιάσουν τον κόσμο και να αναπτυχθεί μια διαλογική σχέση μεταξύ τους που είναι και η ουσία του γλεντιού και της διασκέδασης.    

- Με τους υπόλοιπους μουσικούς της σκηνής πώς έχετε δέσει; Παίζετε αρκετά χρόνια μαζί; 

Στα σχήματα ρεμπέτικης μουσικής ως κιθαρίστας που τραγουδά, σταθερός συνεργάτης μου είναι ο Γιώργος Γκριζιώτης, ένας πολύ έμπειρος μουσικός στο τρίχορδο μπουζούκι, αλλά βεβαίως και στο τραγούδι, πραγματικά πολύ εκφραστικός … εξού και η συνεργασία μας από το 2006.

Από το 2016 βρεθήκαμε και πάλι, μετά από το μακρινό 1997, με την τραγουδίστρια Ακριβή Αποστολάτου, η οποία διαθέτει ένα πολύ ξεχωριστό και εντυπωσιακά καθαρό μέταλλο φωνής που συνάδει με το ύφος του παλιού λαϊκού τραγουδιού. Τέλος, ο δεξιοτέχνης του βιολιού Σενίχ Ούνδεγερ με μεγάλη ευχέρεια σε διάφορα μουσικά είδη είναι ο μουσικός που έρχεται να μας συμπληρώσει σε αρκετές μουσικές παραστάσεις τα τελευταία χρόνια.

Σύντομο βιογραφικό Σπύρου Θ. Δελέγκου

Ο Σπύρος Δελέγκος είναι υποψήφιος διδάκτορας στη Μουσική Ακαδημία Sibelius του Πανεπιστημίου Τεχνών του Ελσίνκι (DocMus Doctoral School, Sibelius Academy, Uniarts Helsinki), κάτοχος master στον τομέα «Εθνομουσικολογία και Πολιτισμική Ανθρωπολογία» του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α και πτυχιούχος του τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Διδάχτηκε ελληνική παραδοσιακή μουσική και λάφτα στο Δημοτικό Ωδείο Πατρών, θεωρητικά της Ευρωπαϊκής Κλασικής Μουσικής (Αντίστιξη) στη Φιλαρμονική Εταιρία Ωδείο Πατρών, ‘Ανατολική’ μουσική και κλασικό μαντολίνο ιδιωτικώς. Επίσης, γνωρίζει λαϊκή κιθάρα, τρίχορδο μπουζούκι και μπαγλαμά.

Από το 1997 ως σήμερα, έχει εμφανιστεί σε μουσικές σκηνές και φεστιβάλ, έχει επιμεληθεί αφιερώματα και έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο.

Διδάσκει ως καθηγητής μουσικών οργάνων της ελληνικής αστικής λαϊκής μουσικής της γραμμοφωνικής εποχής (τρίχορδο μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμάς) στη Φιλαρμονική Εταιρία Ωδείο Πατρών από το 2012 και έχει πραγματοποιήσει μια σειρά από μουσικά εργαστήρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό σχετικά με την μακάμ τροπικότητα και την εναρμόνιση στον χώρο του ρεμπέτικου.

Από το 2016 έχει συγκροτήσει την πολυμελή «Ορχήστρα Αστικής Λαϊκής Μουσικής» (έγχορδα, πνευστά κ.ά.) και έχοντας την επιμέλεια-ευθύνη αυτής έχει πραγματοποιήσει πληθώρα συναυλιών-αφιερωμάτων.

Στο πλαίσιο της ερευνητικής του ιδιότητας έχει λάβει μέρος με εισηγήσεις σε διάφορα επιστημονικά συνέδρια (εθνο)μουσικολογίας εντός και εκτός Ελλάδας (ICTM, IMS κ.ά.), έχει δημοσιεύσει σε διεθνή ξενόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά, ενώ στην παρούσα φάση μεταφράζει και επιμελείται τον συλλογικό τόμο «Greek Music in America» (2019, University Press of Mississippi).

Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως τα αστικά λαϊκά μουσικά ιδιώματα που συνδέονται με την ελληνική κοινότητα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, αλλά και ευρύτερα αυτού, από εθνομουσικολογική σκοπιά (μουσική ανάλυση, μουσικοπολιτισμικές ωσμώσεις, ζητήματα ιδεολογίας κ.ά.).