Το παλαιοπωλείο του Ντον, στον «Αμερικάνικο Βούβαλο», αποτελεί έναν από τους εμβληματικούς θεατρικούς σκηνικούς χώρους, όπως η κουζίνα του Γουίλι Λόμαν στο «Θάνατο ενός εμποράκου» ή το μέρος, όπου κι αν βρίσκεται αυτό, που οι δύο ήρωες περιμένουν τον «Γκοντό». Στο χώρο αυτό, ο Ντέιβιντ Μάμετ αφηγείται ένα εξαντλητικό μερόνυχτο στο οποίο ο Ντον, ο Δάσκαλος και ο Μπόμπ αναμένουν εναγωνίως και μιλούν για μια «δουλειά» (κλοπή μιας συλλογής νομισμάτων) που επρόκειτο να κάνουν, ενώ αναρωτιούνται ανήσυχα αν πρέπει ή αν μπορούν να την κάνουν. Ένας άντρας με το όνομα Φλετς μπορεί να τους βοηθήσει στην κλοπή, αλλά όταν αυτός δεν εμφανίζεται, ψάχνουν τις εναλλακτικές επιλογές τους.
Το μαγαζί είναι ένας χώρος γεμάτος αντικείμενα για τα οποία δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι έχουν μεγάλη ζήτηση. Συμπεραίνουμε ότι ο Ντον βγάζει τα προς το ζην με άλλους τρόπους κι όχι με την πώληση της πραμάτειας του. Ο Δάσκαλος συχνάζει στο μαγαζί του και οι δυο τους επιδίδονται σε ατελείωτες συζητήσεις γεμάτες πιθανότητες, ενδεχόμενα, δυνατότητες, υποθέσεις και λαϊκή σοφία. Ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» δεν είναι καθαρόαιμη κωμωδία (αν και έχει πολλές στιγμές γέλιου), αλλά περίτεχνο αστείο του θεατρικού συγγραφέα. Ο Μάμετ, σαν ένας από τους χαρακτήρες του, εφευρίσκει ένα δαιδαλώδες, περίπλοκο παιχνίδι που δεν οδηγεί πουθενά και σαν μάγος μάς αποσπά την προσοχή με τα λόγια του, ενώ περίτεχνα δεν βγάζει κουνέλι από το καπέλο του. Η καθημερινότητα του Ντον και του Δασκάλου είναι να καταστρώνουν κομπίνες για να πιάσουν την καλή, εγκλωβισμένοι και παγωμένοι στον χώρο και τον χρόνο. Ο Ντον φαίνεται σαν μια αέναη φιγούρα που περιμένει στο παλαιοπωλείο τους φίλους του να τον επισκεφθούν. Ο ρόλος του είναι να παρακολουθεί: ο Δάσκαλος υπάρχει επειδή υπάρχει ο χώρος και το κοινό για να τον ακούσει. Ο Μπόμπ δεν είναι τόσο κεντρικός χαρακτήρας, αλλά παρέχει την αναγκαία αντίστιξη: Δεν είναι συμμέτοχος στο «αστείο» που εκτυλίσσεται μπροστά του, δεν ξέρει ότι όλα αυτά έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά και πιστεύει ότι ο Ντον και ο Δάσκαλος είναι άτομα της δράσης.
Ο θεατής ανακαλύπτει έκπληκτος πόσο κοντινοί μας είναι οι μέθοδοι και η γλωσσική νοοτροπία του «Βούβαλου» με τις σημερινές πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις. Παρ’ όλο που το έργο έχει γραφτεί το 1975 (εποχή που αναφέρεται στον αμερικανικό υπόκοσμο, όταν δεν υπήρχε εδώ σ’ εμάς ούτε καν η λέξη της «λαμογιάς»), είναι εντυπωσιακό πώς η παγκοσμιοποίηση έχει μετακινήσει πλέον όλα αυτά δίπλα μας. Ο Μάμετ καταγράφει με ωμότητα τις σκέψεις, τις ενέργειες και τις συναισθηματικές μεταλλάξεις των χαρακτήρων του. Η αθυρόστομη γλώσσα του κειμένου με τις κοφτές, ασθμαίνουσες φράσεις, τους αποσπασματικούς διαλόγους και το πικρό χιούμορ ηχεί σαν μουσική παρτιτούρα, αποτυπώνοντας τη δραματική όσο και γελοία υπόσταση των προσώπων. Κομβικό ρόλο στο έργο παίζουν οι σχέσεις μεταξύ των τριών χαρακτήρων. Με τη μοναξιά να ξεχειλίζει, καθένας τους αγωνίζεται να έχει την αποκλειστικότητα της φιλίας του άλλου. Ο Δάσκαλος διαβάλλει συνέχεια τον Μπομπ στον Ντον και το ίδιο γίνεται και με τους άλλους δύο. Ο καθένας τους - ιδιαίτερα ο κρυφο-ανασφαλής Δάσκαλος - θα ήθελε να πάρει τη θέση του άλλου.
Ο Μάμετ χρειάζεται ταχύτητα, εξωτερικότητα, ωμότητα, νατουραλιστικό πυρετό. Ο σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος μετέφερε επιτυχημένα όλα αυτά τα στοιχεία στην παράσταση. Η γερά χτισμένη, ρεαλιστική, σκηνοθεσία του, αποτύπωσε εύγλωττα την αγχωτική ατμόσφαιρα του έργου και τήρησε εφιαλτικούς ρυθμούς από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο εσωτερικός πανικός των ηρώων εκφράστηκε με σωματοποιημένες χειρονομίες, κλεφτές ματιές, παύσεις, ακόμα και με το ισχυρό ηχόχρωμα της φωνής των ηθοποιών. Η παράσταση ζωντανεύει τα εσωτερικά μυστικά του κειμένου, είναι σφιχτοδεμένη ώστε να μην αντιλαμβάνεσαι το πέρασμα του χρόνου και αναδεικνύει την υποδόρια ειρωνεία του Ντέιβιντ Μάμετ.
Ο Θανάσης Σαράντος ενσάρκωσε άψογα έναν ανασφαλή αγράμματο τύπο, ο οποίος διαρκώς κοκορεύεται για τη δήθεν γραμματιζούμενη αυτοπεποίθησή του. Μετρ των υπαινιγμών, ο ηθοποιός κινήθηκε σε πιο βαθιά παραπλανητικά νερά κι έπλασε ένα Δάσκαλο στο όριο φάρσας και πλεκτάνης, δίνοντας παράλληλα ένα ρεσιτάλ ποιοτικών αποχρώσεων. Ο Χριστόδουλος Στυλιανού έπαιξε έναν απογοητευμένο κι ευαίσθητο 45άρη αντικέρ με αφοπλιστική αμεσότητα, κρατώντας χαμηλόφωνο αντίβαρο στο συμπαίκτη του. Ο Πάρης Σκαρτσολιάς υποδύθηκε πειστικότατα με αφέλεια κι ένταση τον νεαρό μικρο-κακοποιό.
Στο πανέμορφο, νέο θέατρο «Όροφως» παίζει για μια τελευταία μέρα μια απολαυστική παράσταση. Μην τη χάσετε.
Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικό – Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική – Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας
Επιμέλεια Κίνησης: Αυγουστίνος Κούμουλος
Βοηθός Σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Τρέιλερ: Στέφανος Κοσμίδης
Σύμβουλος Δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας
Παραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος)
Πληροφορίες
Κατάλληλο για άνω των 15 ετών
Διάρκεια παράστασης: 95’
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: Κυριακή 20 Νοεμβρίου, 18:00 & 20:00.
Τιμές Εισιτηρίων: 16 ευρώ (κανονικό) | 12 ευρώ (μειωμένο, φοιτητικό, άνω των 65)
Ηλεκτρονική προπώληση: ticketservices.gr
Πληροφορίες: 2611810983 & 6939835990
Θέατρο Όροφως, Όθωνος Αμαλίας 112, Πάτρα | Οδηγίες πρόσβασης μέσω Google map | [email protected]