Οι χώρες της Μεσογείου συνεργάζονται και προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο ενός ισχυρού σεισμού που θα προκαλέσει τσουνάμι και θα πλήξει παράκτιες περιοχές τους, με πιθανότερο σενάριο ότι αυτό θα ξεκινήσει από την Ελλάδα.

Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη σεισμικότητα σε όλη τη Μεσόγειο, κατά μήκος του περίφημου Ελληνικού Τόξου -ξεκινάει από τα νησιά του Ιονίου διασχίζει τον βυθό του Νοτίου Ιονίου έξω από την Πελοπόννησο και περνώντας νοτίως της Κρήτης καταλήγει στη Ρόδο- και για αυτό είναι απολύτως υπαρκτό το ενδεχόμενο γένεσης τσουνάμι μετά από ισχυρό υποθαλάσσιο ή παράκτιο σεισμό. Λόγω της σπανιότητας του φαινομένου για πολλά χρόνια υπήρχε αμηχανία σε ό,τι αφορά την προετοιμασία αντιμετώπισης του, ωστόσο, πλέον τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, μέσα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διακυβερνητική Ομάδα Συντονισμού της UNESCO, έχουν καταρτιστεί τυποποιημένα πρωτόκολλα άμεσων ενεργειών, ενώ γίνονται ασκήσεις ετοιμότητας και δράσεις επιμόρφωσης των πολιτών.

Μάλιστα, όπως εξήγησε ο ερευνητής σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO Δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο περιθώριο των εργασιών του συνεδρίου για τις Νέες Τεχνολογίες στην Πολιτική Προστασία «SafeThessaloniki 2022», στον σεισμό των 7 Ρίχτερ την 30η Οκτωβρίου 2020, στη Σάμο, για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενεργοποιήθηκε η Υπηρεσία Επικοινωνιών Εκτάκτου Ανάγκης (Ειδοποιήσεις Συστήματος Συναγερμού Πολιτών μέσω του 112) και σήμερα το εθνικό κέντρο που παρακολουθεί και προειδοποιεί την Πολιτεία για τον κίνδυνο τσουνάμι κινητοποιείται βάσει αυστηρού πρωτοκόλλου, το οποίο προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες εντός χρονικού διαστήματος έως 10 λεπτών από την καταγραφή της σεισμικής δόνησης.

«Οι "κόκκινες" σεισμογενείς περιοχές στην Ελλάδα»

Σε ό,τι αφορά τις σεισμογενείς περιοχές στην Ελλάδα και τις ακτές όπου είναι υψηλότερος ο κίνδυνος παραγωγής τσουνάμι ο σεισμολόγος διευκρίνισε: «Σε όλη τη Μεσόγειο έχουμε, κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου, την υψηλότερη σεισμικότητα, η οποία είναι και υποθαλάσσια, άρα είναι αυτονόητο και το γνωρίζουμε και από τα επιστημονικά δεδομένα, ότι εκεί ακριβώς έχουμε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παραγωγή τσουνάμι. Το τσουνάμι διαδίδεται πολύ γρήγορα, δε "σβήνει" εύκολα και απειλεί παράκτιες περιοχές σε μεγάλες αποστάσεις, αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του φαινομένου. Μετά έχουμε μια άλλη περιοχή με πολύ υψηλό κίνδυνο, τον Κορινθιακό Κόλπο. Επίσης έχει πολύ υψηλή σεισμικότητα, όμως με τη διαφορά ότι πρόκειται για κλειστό κόλπο και δεν μπορεί, ακόμη και μεγάλο τσουνάμι, να βγει προς τα έξω και να απειλήσει άλλες περιοχές. Έπειτα, έχουμε μικρότερο κίνδυνο σε περιοχές όπως τα Δωδεκάνησα και γενικότερα το Ανατολικό Αιγαίο, η Λέσβος, η Χίος».

Λιγότερο πιθανό, βάσει των δεδομένων σεισμικότητας, είναι το ενδεχόμενο να φτάσει στην Ελλάδα τσουνάμι που θα ξεκινήσει από άλλες χώρες της Μεσογείου. Αντιθέτως, άλλες χώρες όπως το Ισραήλ και η Ιταλία προετοιμάζονται συστηματικά για ένα τσουνάμι που θα μπορούσε να ξεκινήσει από το Ελληνικό Τόξο.

«Από γειτονικές χώρες απειλούμαστε ελάχιστα από την Ιταλία. Δεν υπάρχει καταγεγραμμένος μεγάλος σεισμός που να προκάλεσε τσουνάμι και να ήλθε στη δική μας πλευρά. Δεν έχουν τόσο υψηλή σεισμικότητα όσο εμείς, παρόλα αυτά στα σενάριά μας λαμβάνουμε υπόψη κι αυτό το ενδεχόμενο. Αντιθέτως στην Ιταλία φοβούνται πάρα πολύ τα τσουνάμι που μπορεί να ξεκινήσουν από την Ελλάδα κι έχουν κάνει πολλές έρευνες για αυτό το θέμα. Το ίδιο οι Ισραηλινοί. Έχουμε κάνει κοινές ασκήσεις με τους Ισραηλινούς, φοβούνται πάρα πολύ τα τσουνάμι που μπορεί να δημιουργηθούν για παράδειγμα κατά μήκος της Κρήτης, ή της Ρόδου και σε 45 λεπτά, το πολύ σε μία ώρα, θα έχουν φτάσει στο Ισραήλ», επισήμανε ο κ. Παπαδόπουλος.

«Στη Μεσόγειο ένα μεγάλο τσουνάμι μπορεί να χτυπήσει 10-15 χώρες»

Μπορούμε να είμαστε προετοιμασμένοι για την πιθανή γένεση τσουνάμι μετά από ισχυρό υποθαλάσσιο ή παράκτιο σεισμό; «Βεβαίως μπορούμε», απάντησε ο κ. Παπαδόπουλος, σημειώνοντας ότι στην προετοιμασία της ελληνικής Πολιτείας αλλά και συνολικά των χωρών της Μεσογείου, μέσα από τη Διακυβερνητική Ομάδα Συντονισμού για το Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Μετριασμού του Τσουνάμι στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, τη Μεσόγειο και τις συνδεδεμένες θάλασσες (ICG/NEAMTWS) της Διακυβερνητικής Ωκεανογραφικής Επιτροπής της UNESCO (IOC-UNESCO), καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο σεισμός και το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού του 2004 και οι τεράστιες ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις 14 χώρες που επηρέασε.

«Για το τσουνάμι κάναμε πολύ σημαντικά βήματα, ακριβώς επειδή υπήρξε η επιταγή της συνεργασίας των κρατών. Υστερούμε, παρά το ότι έχουν γίνει πρόοδοι στα τεχνολογικά συστήματα, στη διαλειτουργικότητα, δηλαδή στο πώς συνεργάζονται μεταξύ τους οι υπηρεσίες. Το τσουνάμι δεν έχει σύνορα. Στη Μεσόγειο ένα μεγάλο τσουνάμι μπορεί να χτυπήσει 10-15 χώρες. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους. Πολλές φορές βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, ή δεν έχουν καλές σχέσεις, άλλοτε δεν έχουν το ίδιο τεχνολογικό επίπεδο, δεν έχουν το ίδιο πολιτιστικό επίπεδο, άρα χρειαζόμασταν έναν καταλύτη να φέρνει κοντά τις χώρες κι αυτός είναι η UNESCO», επισήμανε ο κ. Παπαδόπουλος.

Σήμερα ο πάροχος υπηρεσιών τσουνάμι (TSPs) της Ομάδας ICG/NEAMTWS υποστηρίζεται τεχνικά από πέντε εθνικά κέντρα, αυτά της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σημαντικότατη πρόκληση είναι η εξασφάλιση γρήγορων και αξιόπιστων μεταδόσεων προειδοποιήσεων για τσουνάμι, τις οποίες σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που έχουν συμφωνηθεί στην UNESCO, τα πέντε κέντρα στέλνουν με τρεις τρόπους ταυτόχρονα (email, fax και GTS) και μετά οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας πρέπει να χρησιμοποιούν εξίσου αξιόπιστα συστήματα, για να πάει προς τα κάτω το μήνυμα.