Δεκάδες είναι οι πνιγμοί που σημειώνονται κάθε μήνα σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας την καλοκαιρινή σεζόν.

Συνήθως, τα θύματα ανήκουν στις μεγάλες ηλικιακές ομάδες ή πρόκειται για μικρά παιδιά. Παράλληλα, μεγάλος προβληματισμός έχει δημιουργηθεί από τους πολλαπλούς πνιγμούς στην χώρα μας αυτή την περίοδο από μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, αλλά και των επαγγελματιών του ναυαγοσωστικού κλάδου.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του μη-κερδοσκοπικού Οργανισμού Safe Water Sports για το 2021, οι Έλληνες είναι αυτοί που αφήνουν κατά κύριο λόγο την τελευταία τους πνοή στη θάλασσα, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας δέχεται περίπου 34 εκατ. ξένους επισκέπτες κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, λοιπόν, 342 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο υδάτινο περιβάλλον της χώρας μας την περσινή χρονιά,

Όπως αναφέρει το GRTimes.gr, τα περισσότερα «επεισόδια» λαμβάνουν χώρα στις βόρειες ακτές της Κρήτης, στις ανατολικές Ακτές του Πηλίου, στην ακτογραμμή της νότιας και βόρειας Κατερίνης (π.χ. Νέοι Πόροι), στις δυτικές ακτές του Ιονίου Πελάγους και στις βόρειες ακτές της Ικαρίας.

«Οι περισσότεροι πνιγμοί συμβαίνουν στα 7-8 μέτρα, από εκεί που «σκάει» το κύμα. Καταρχήν πρέπει να καταλάβουμε ότι οι περισσότεροι πνιγμοί σημειώνονται είτε στις μεγάλες ηλικιακές ομάδες, είτε σε μικρά παιδιά. Οι πνιγμοί σε μικρά παιδιά προέρχονται από μη γνώσεις κολύμβησης και ελλιπή επιτήρηση. Γενικότερα το μεγαλύτερο εύρος αυτών των περιστατικών σημειώνονται σε περιοχές που έχουν έντονο κυματισμό στη θάλασσά τους» τονίζει στο GRTimes.gr ο Διευθυντής της Ελληνικής Ναυαγοσωστικής Ακαδημίας (ΕΝΑΚ), Νίκος Γιοβανίδης.

Τι χρειάζεται να προσέξουν οι γηραιότεροι για τους πνιγμούς

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Ναυαγοσωστικής Ακαδημίας (ΕΝΑΚ) οι πνιγμοί στις μεγαλύτερες ηλικίες προέρχονται από κάποια πάθηση ή πιο συγκεκριμένα από φυσιοπαθολογική διαταραχή. «Ουσιαστικά μπορεί να έχουν ένα πρόβλημα υγείας και να αφήσουν την τελευταία τους πνοή μέσα στη θάλασσα. Ωστόσο, θα καταγραφεί ως πνιγμός και όχι ότι έχασε τη ζωή του από παθολογικά αίτια» συμπληρώνει στο GRTimes.gr o διευθυντής της ΕΝΑΚ.

Επιπλέον, εφιστά μεγαλύτερη προσοχή στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπως να προσέχουν το ιατρικό ιστορικό τους και κατά την διάρκεια της κολύμβησης να βρίσκονται υπό παρακολούθηση. Επίσης, πρέπει ν’ αποφεύγουν το κολύμπι από τις 10:30 π.μ. έως τις 15:30 μ.μ., διότι οι ακτίνες του ήλιου είναι πολύ δυνατές εκείνη την ώρα. Επιπρόσθετα, «να μην κολυμπούν στη θάλασσα όταν είναι κουρασμένοι, πιωμένοι και φαγωμένοι».

Συμπληρωματικά, ο Νίκος Γιοβανίδης προσθέτει πως το σημαντικότερο είναι να μην κολυμπούν σε περιοχές που υπάρχουν θαλάσσια ρέματα και υψηλοί κυματισμοί. «Αυτά που έκαναν όταν ήταν 30-35 ετών δεν μπορούν να τα κάνουν στα 70 τους. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή και συνήθως υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους».
«Η λύση θα έρθει από τους δήμους» – Τριετής συμφωνία και οργάνωση

Αρχικά, η υποχρέωση των τοπικών δήμων είναι πως εφόσον μία παραλία μαζέψει έστω μία φορά περισσότερους από 400 ανθρώπους, τότε ο δήμος σε συνεργασία με το λιμεναρχείο και το υγειονομείο είναι υποχρεωμένος να τοποθετήσει ναυαγοσώστη για τέσσερις μήνες. Αυτό το ορίζει μία τριμελής επιτροπή, η οποία συγκροτείται κάθε Αύγουστο και ουσιαστικά χαρακτηρίζει τις παραλίες πολυσύχναστες ή όχι.

«Οι δήμοι από πέρσι χρηματοδοτούνται με ένα μεγάλο οικονομικό ποσό από το κεντρικό κράτος για να αποφεύγονται τέτοια περιστατικά. Ωστόσο, το σύνηθες φαινόμενο είναι να καθυστερούν αρκετά τις διαδικασίες, με αποτέλεσμα όταν ξεκινάει η καλοκαιρινή περίοδος να μην μπορούν να βρουν ναυαγοσώστες και να «τρέχουν» τελευταία στιγμή» λέει ο κ. Γιοβανίδης.

Τέλος, ο διευθυντής της ΕΝΑΚ σημειώνει στο GRTimes.gr ότι ουσιαστικά οι δήμοι θα έπρεπε να πραγματοποιούν αυτές τις ενέργειες πολύ νωρίτερα, ώστε να υπάρχει καλύτερη οργάνωση στον συγκεκριμένο τομέα. «Οι δήμοι πρέπει να κάνουν συμφωνίες με ναυαγοσωστικές ακαδημίες από 3 έως 5 χρόνια, για να μην σημειώνονται τόσοι πολλοί πνιγμοί το καλοκαίρι, αλλά και να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια οι λουόμενοι. Εφόσον γίνει κάτι τέτοιο, το θέμα θα λυθεί αμέσως. Δυστυχώς γίνονται όλα στο «πόδι» και δεν υπάρχει μία σοβαρή επιστημονική – επαγγελματική διαδικασία, ώστε να λυθεί μία και καλή το πρόβλημα».