Είναι σαφές και προκύπτει από όλες τις μελέτες πως η γενιά, από το 2007 και μέχρι σήμερα έχει ζήσει μόνο δύσκολα. Ξεκίνησε ως η «γενιά των 700 ή 400 ευρώ» και σήμερα καταγράφεται ως απλά μια ηλικιακή ομάδα ανθρώπων, που είναι μπροστάρηδες στην «μεγάλή παραίτηση» εγκαταλείποντας δουλειές εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας και αξίας. Πνευματικά, επαγγελματικά και προσωπικά. Δουλειές που προσέφεραν άπειρες ώρες κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης(σε πολλές περιπτώσεις) εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή καλούνται για παράδειγμα να αναθρέψουν παιδιά χωρίς καμιά αρωγή. Υπογεννητικότητα είπατε;

Συνηθίζεται μέχρι και τώρα, η δημόσια συζήτηση να «αποθεώνει» εκείνους που επέλεξαν την φυγή από μια τέτοια πραγματικότητα, δοκιμάζοντας την τύχη τους στο εξωτερικό, αναζητώντας πιο ανθρώπινες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες. Μακριά από την μιζέρια και την μοιρολατρία μιας επώδυνης καθημερινής διαχείρισης. Και δεν είχε εν πολλοίς άδικο. Πλείστοι εξ αυτών πέτυχαν, στήνοντας τις ζωές τους σε κοινωνικές οντότητες τις οποίες κοσμούν και βοηθούν στην πρόοδο και την προκοπή τους. Ατομικά και συλλογικά. Χωρίς να «ζαλίζονται» από τις συνεχείς ανατιμήσεις των καυσίμων και άλλων βασικών αγαθών.

Ουδείς όμως μέχρι σήμερα(γιατί άραγε) δεν μιλάει και δεν τοποθετείται για εκείνη την κοινωνική τάξη ανθρώπων, που συνειδητά προτίμησαν να παραμείνουν «εντός των τειχών». Να παραμείνουν, υπομένοντας. Την συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, τις παλινωδίες της εξουσίας, την υποκρισία και την φαυλότητα ενός συστήματος που παλεύει να διασώσει κεκτημένα και όχι
να δημιουργήσει. Να αναδιανείμει την πίτα, όχι να την μεγαλώσει. Και όλα αυτά μέσα σε ένα πνεύμα συλλογικής κατάθλιψης, που τους ζητάει όλο και περισσότερα, την στιγμή που τους προσφέρει όλο και λιγότερα.

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η πανδημία και το γενικότερα κακό οικονομικό κλίμα, είναι σαφές πως κρατάνε υγιείς δυνάμεις καθηλωμένες σε «χαμηλές πτήσεις». Ο πόλεμος από την άλλη, διευρύνει τις ανασφάλειες τους,βάζοντας «στον πάγο» τα όνειρά τους. Κάνοντας τους να μετανιώνουν που
προτίμησαν να παραμείνουν στην χώρα τους για να κάνουν οικογένεια και να προσφέρουν σε ένα ούτως ή άλλως «ερημικό» πεδίο οικονομικών δραστηριοτήτων. Όμως, αυτές είναι οι δυνάμεις που μέσα από την μοναχική τους πορεία, οφείλουν να εξανθρωπίσουν ένα σύστημα, το οποίο άλλωστε με
καθαρά δικές τους δυνάμεις, στέκεται όρθιο. Έχουν ευθύνη και χρέος να σηκώσουν το μπαϊράκι μιας γόνιμης και δημιουργικής αμφισβήτησης. Θέτοντας δικούς τους κανόνες στο παιχνίδι. Εξάλλου δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς πως μια αλλαγή στα πράγματα θα ωφελήσει κυρίως τους ίδιους. Εξομαλύνοντας τις συνθήκες διαβίωσής τους δημιουργώντας ευνοϊκό περιβάλλον για εκείνους και
τα παιδιά τους. Ο τραυματικός μονόδρομος της ήττας, για εκείνους που επωμίστηκαν αποκλειστικά κόστη, αρχίζει πια να μην φαντάζει και τόσο υποχρεωτικός.

Μακριά από τις πρακτικές μιας γενιάς που αναζητεί εναγωνίως να βρει ρόλο σε εξελίξεις που δυσκολεύεται να κατανοήσει. Και που αδυνατεί να αντιληφθεί πως η σοφία και η χρηστή καθοδήγηση έχουν πολλαπλάσια αξία , όταν κανείς έχει καταλάβει πως έχει έρθει η ώρα να περάσει στο πεδίο της τιμητικής αποστρατείας. Ο νεποτισμός και τα κλειστά συστήματα έχουν προσπεραστεί από
την εποχή της διάχυσης της γνώσης και της πληροφορίας. Της ευφυίας και της καινοτομίας. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος αγνωμοσύνης και αναίδειας. Αλλά με άσβεστο πάθος για ομαλότητα και πρόοδο.

Η ανανέωση σε όλους τους τομείς αποτελεί για τους καιρούς μας πια, πανανθρώπινο αίτημα.