Η "Παναγία των Παρισίων" είναι η ιστορία του δύσμορφου κωδωνοκρούστη και της όμορφης τσιγγάνας. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, όμως, είναι ο καθεδρικός ναός του Παρισιού, η περίφημη Νοτρ Νταμ, της οποίας ο επιβλητικός όγκος ρίχνει βαριά τη σκιά του σε όλα όσα διαδραματίζονται, δίνοντας παράλληλα στον Ουγκό την ευκαιρία να περιγράψει με ιδιαίτερη ενάργεια το μεσαιωνικό Παρίσι αλλά και να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της εποχής του.

<<Τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα είναι λιγότερο προσωπικά και περισσότερο συλλογικά έργα, γέννημα λαών μάλλον, παρά καρπός μεγαλοφυών ατόμων, κληρονομιά που αφήνει ένα έθνος, συνονθύλευμα που δημιουργούν οι αιώνες, κατάλοιπο διαδοχικών εξατμίσεων μιας ανθρώπινης κοινωνίας· ένα είδος γεωλογικού σχηματισμού, με δυο λόγια. Κάθε εποχή αποθέτει την πρόσχωσή της, κάθε φυλή καταθέτει το δικό της στρώμα στο μνημείο, κάθε άτομο εναποθέτει το λιθάρι του. Έτσι κάνουν οι κάστορες, έτσι κάνουν οι μέλισσες, έτσι κάνουν οι άνθρωποι. Το μεγάλο σύμβολο της αρχιτεκτονικής, η Βαβέλ, είναι μια κυψέλη>>. Βίκτωρ Ουγκώ

Η ιστορία έρχεται να επιβεβαιώσει τον μεγάλο συγγραφέα. Πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού στην Γαλλία, στην θέση που είναι σήμερα η Παναγία των Παρισίων, υπήρχε Ρωμαϊκός ναός αφιερωμένος στον Δία. Πριν την Παναγία των Παρισίων θεμελιώθηκαν 4 χριστιανικοί ναοί, πάνω στα θεμέλια του αρχαίου ναού που ήταν αφιερωμένος στον Δία.

Ο ιστορικός καθεδρικός του Παρισιού μετρά 860 χρόνια ζωής και περίπου 12 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο. Πριν από τρία χρόνια, 15 Απριλίου 2019, εξαιτίας κάποιου βραχυκυκλώματος ή κάποιου αναμένου τσιγάρου, ενώ εξελίσσονταν έργα συντήρησης στη στέγη του ναού, ξέσπασε μια μικρή φωτιά στο κεντρικό κλίτος. Πέρασε όμως περίπου ένα τέταρτο μέχρι να την αντιληφθούν οι εργαζόμενοι στον Ναό κι αυτός ο χρόνος έκανε την φωτιά ανεξέλεγκτη. Ένας συνδυασμός ασυνεννοησίας των αρμοδίων, των ελλιπών μέτρων πυρασφαλείας και της μεγάλης καθυστέρησης της πυροσβεστικής να φτάσει στον τόπο της καταστροφής, έφεραν το τραγικό αποτέλεσμα. Οι προσπάθειες όμως των ίδιων ανθρώπων, υπευθύνων, πυροσβεστών απέτρεψαν την κατάρρευση του, έτσι που ανακουφισμένος στο τέλος κάποιος πυροσβέστης ψιθυρίζει «Η Νοτρ Νταμ μετά από 860 χρόνια παραμένει όρθια».

Ο Ζαν-Ζακ Ανό («Το Ονομα του Ρόδου», «Η Αρκούδα») ακροβατεί στο τεντωμένο σκοινί της συγκίνησης, το οποίο είναι δεμένο η μια άκρη του στο ντοκιμαντέρ και  στην καλλιτεχνική αναπαράσταση της πραγματικότητας και το άλλο στην περιπέτεια καταστροφής. Το φιλμ είναι γυρισμένο σε σκηνικά - ρέπλικες του πιο διάσημου καθεδρικού ναού στον κόσμο και με συστήματα IMAX και Dolby με γυρίσματα που έγιναν στον εξωτερικό χώρο της Notre Dame, σε στούντιο και  σε κάποιες εκκλησίες της Γαλλίας που μοιάζουν στον ρυθμό και την αρχιτεκτονική του καθεδρικού.

Ο σκηνοθέτης γρατζουνά τις ευαίσθητες χορδές του κοινού και την παγκόσμια συγκίνηση που είχε προκαλέσει το ίδιο το γεγονός. Χρησιμοποιεί το πλούσιο τηλεοπτικό υλικό των ημερών που αναμετέδωσαν τα κανάλια εκείνες τις ώρες και μέρες και δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου τη χρήση βίντεο από κινητά τηλέφωνα των ανθρώπων που παρακολουθούσαν το γεγονός με κομμένη την ανάσα, από τους γύρω δρόμους και γέφυρες της πόλης του φωτός. Η συνεχής κίνηση της κάμερας, οι ευφάνταστες οπτικές γωνίες λήψης και ο γρήγορος ρυθμός, δεν βοηθούν ή δεν αρκούν  η ταινία να αποκτήσει μια δική της δυναμική. Να απομακρυνθεί τόσο από το συγκλονιστικό γεγονός ώστε να δημιουργήσει έναν καινούργιο «σύμπαν» πάνω στον οποίο θα σταθεί το έργο του δημιουργού. Γιατί η τέχνη μπορεί να είναι  καθρέφτης, τον οποίο ο Ζαν-Ζακ Ανό χρησιμοποίησε εξαιρετικά στο ντοκιμαντερίστικο σκέλος της ταινίας, αλλά πρέπει να είναι και καλέμι για να  δώσει μορφή, διαστάσεις, και βάθος στο έργο του, το οποίο δεν είδαμε πουθενά. 

Πρόπερσι το καλοκαίρι προσπεράσαμε την Παναγία, που ασφυκτιούσε κάτω από τον εργοταξιακό φόρτο. Ο Αλέξανδρος, ο γιος μου, περισσότερα ρωτούσε για την επικείμενη αποκατάσταση, παρά για την ιστορία του Ναού κι ας είχε πρόσφατα διαβάσει το μυθιστόρημα του Ουγκώ. Η Αναστασία με σθένος υποστήριζε την άποψη ότι η Παναγία πρέπει να επανέλθει στην κατάσταση που συναντήθηκε με τις φλόγες κι εγώ αδημονούσα να ακολουθήσω το πρόγραμμά μου προς το Ile Saint-Louis. Βαδίζοντας προς την Square de l’Île-de-France και το Μνημείο των Μαρτύρων της Απέλασης στο νοτιότερο άκρο του Ile de la Cite τους περιέγραφα όσο πιο παραστατικά μπορούσα τις προτάσεις αποκατάστασης της Notre Dame, ακόμα και τις πλέον φουτουριστικές αλλά και οι δυο ήταν αρνητικοί μέχρις αγριάδας. Μόνο ο Αλέξανδρος μαλάκωσε όταν κάτι του ψέλλισα για μια πρόταση στην οποία ο περιβόητος οβελίσκος θα αντικαθίστατο από κάτι σαν φως που θα χανόταν στον ουράνιο θόλο. Αυτήν την πρόταση ούτε εγώ την είχα πολύκαταλάβει αλλά φαίνεται ο μικρός μου ανήσυχος πειρατής από αυτήν γοητεύθηκε κι επέμενε και ρωτούσε, ερωτήσεις που δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω. Απλώς περιμένω από τότε με αγωνία να δω τον περίφημο οβελίσκο να σηκώνεται πάνω από τη Notre Dame και την Ιστορία της. 

Έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και στις «προσχώσεις τους», όπως  χαρακτήριζε τα έργα τους, ο μεγάλος συγγραφέας της Παναγίας των Παρισίων, θα είναι κάτι υπέροχο, αντάξιο ενός μοναδικού έργου. Γιατί όπως μας θυμίζει η Notre Dame κάθε φορά που ρίχνουμε το βλέμμα μας πάνω της και συμπύκνωσε ο  Αντρέ Μαλρώ  στη φράση, «Σ’ αυτήν τη γη τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου, μόνο ένα πράγμα είναι ταυτόχρονα προϊόν του χρόνου και νικητής του: το έργο τέχνης».