Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 8 Μαρτίου 1881 (ή 1886). Ήταν κόρη του λόγιου και εκδότη Στυλιανού Αλεξίου (1852-1921) και της Ελένης Ζαχαριάδη, αδελφή της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου (1894-1988) και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου (1890-1964), πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957) και σε δεύτερο γάμο σύζυγος του κριτικού και ποιητή Μάρκου Αυγέρη (1884-1973).

Σπούδασε σε γαλλικό ιδιωτικό σχολείο και από το 1906 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις με το ψευδώνυμο Lalo de Castro. To 1909 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» τη νουβέλα «Ridi Pagliaccio» («Γέλα Παλιάτσο») με το πατρικό της όνομα. Η κριτική που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή) στάθηκε η αφορμή της γνωριμίας τους. Μετά το γάμο τους το 1911 χρησιμοποίησε κι εκείνη το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, ποιήτρια, κριτικός και μεταφράστρια. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους του κοινωνικού προβληματισμού, ακολουθώντας το ρεύμα του ρεαλισμού. Από το έργο της δεν έλειψαν τα προσωπικά πάθη των ανθρώπων, η βαθιά γνώση της γυναικείας ψυχολογίας και η ακρίβεια των χαρακτήρων μιας ιστορικά πλούσιας σε εκδηλώσεις εποχή.

Από τις ωραιότερες συλλογές διηγημάτων της μεταπολεμικής πεζογραφίας, οι Κρίσιμες στιγμές, σχεδόν μισό αιώνα από την πρώτη τους έκδοση (1952), συγκλονίζουν με την ευαισθησία και τη διαχρονικότητα των θεμάτων τους. Οι πληγωμένες αλλά αξιοπρεπείς γυναίκες, οι αποκλεισμένοι και απόκληροι του αστικού χώρου, οι πνευματικοί άνθρωποι που δεν υποδύονται το ρόλο τους αλλά τον επωμίζονται, συναπαρτίζουν και σε αυτό το βιβλίο της Γαλάτειας Καζαντζάκη έναν θίασο που παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον, γιατί «ο κόσμος που ζούμε παραέγινε βρόμικος» και «ένας άλλος πρέπει να ’ρθει να τον σαρώσει». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Άνοιξη του 1941, μετά το έπος της Αλβανίας και τους σκληρούς αγώνες που δόθηκαν, ακολουθεί η εισβολή των Γερμανών κατακτητών στην έρημη Αθήνα. Οι ήρωες του μετώπου, όσοι επέζησαν, μαζεύουν τα συντρίμμια τους και με όποιο τρόπο βρουν προσπαθούν να επιστρέψουν στις εστίες τους. 

Η Μαρία Ζορμπά χήρεψε νωρίς. Δούλεψε σκληρά για να μεγαλώσει τα τρία αγόρια της. Ο δεύτερος γιος της, ο Ηλίας, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, πολεμάει στην Αλβανία.

Κι ενώ τον περιμένει να έρθει με άδεια, όπως έγραψε από το Μέτωπο, μαθαίνει από τον Μανώλη, έναν συμπολεμιστή του, ότι σκοτώθηκε. Το γεγονός θα συνταράξει και τον Δημήτρη, γιατί ο Ηλίας ήταν από τους αγαπημένους μαθητές του.

Ο καθηγητής Δημήτρης Καλλιγέρης και η γυναίκα του η Ντόρα, εύποροι αστοί, προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει γύρω τους και να πάρουν και οι ίδιοι θέση στα πράγματα που στροβιλίζονται γύρω τους.

Ο Μήτσος, μετά το θάνατο του αδελφού του στο μέτωπο, θα πάρει τη θέση του στην οργάνωση εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά, που τώρα ετοιμάζεται να δώσει άλλον αγώνα πιο δύσκολο και πιο άνισο εναντίον του Ναζισμού.

Οι ανατροπές επηρεάζουν και το ζευγάρι, ο Δημήτρης και η Ντόρα βλέπουν τα πράγματα γύρω να ανατρέπονται, αλλά αντιλαμβάνονται ότι και η δική τους ζωή είναι πολύ ρηχή για να την συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο…

Έχουμε ανάγκη να ακούσουμε τον λόγο της Γαλάτειας Καζαντζάκη όχι από κάποια διαστροφή, αλλά επειδή όταν διαβάζουμε τις περιγραφές της, τα σχόλια της συγγραφέως χανόμαστε μέσα στη ζεστή θάλασσα του συναισθήματος και της συγκίνησης ενώ στη σειρά παρακολουθούμε τη συνεχή παράθεση περιστατικών και γεγονότων αλλά η συγγραφέας λείπει, φαίνεται ότι βρίσκεται στα κομμάτια που λείπουν από τη σειρά. 

Η  λογοτεχνία με τόσους αιώνες στην πλάτη της και ο νεαρός κινηματογράφος και η ακόμα νεαρότερη τηλεόραση έχουν κοινή γλώσσα: αφήγηση, πρωταγωνιστές, σκηνικό σε χρόνο και τόπο, εικονοποιία, μονταζιακές τεχνικές, επιτάχυνση και επιβράδυνση, σιωπές, οπτικές γωνίες, που κάνουν τα δύο είδη να συγγενεύουν, έστω κι αν φαίνονται πολύ μακρινοί συγγενείς. Έτσι, έτοιμες μυθοπλασίες αποτέλεσαν τη βάση για σεναριογράφους και κινηματογραφιστές  να διασκευάσουν το κείμενο σε σενάριο το οποίο είναι η βάση για την τηλεοπτικοποίηση του λογοτεχνικού έργου.

Με αφορμή τις τρεις μίνι σειρές  της ΕΡΤ «Βαρδιάνος στα σπόρκα» βασισμένη στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» βασισμένη στο αυτοβιογραφικό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού και τις «Κρίσιμες στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, θέσαμε τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων, της μεταφοράς στην τηλεόραση, της οπτικοποίησης δηλαδή μεγάλων έργων της ελληνικής πεζογραφίας. Όσο πιο σημαντικά είναι τα κείμενα και πιο ιδιαίτερη η γλώσσα του συγγραφέα, τόσο πιο δύσκολη, άκαρπη, άψυχη και  ατυχής είναι η μεταφορά. Είναι φιλότιμες οι προσπάθειες πολλές φορές των συντελεστών αλλά δεν αρκούν, δεν φτάνουν, δεν μπορούν να μετρηθούν με μεγέθη σαν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γεώργιου Βιζυηνού. Αλλά όπως έλεγε και ο Γάλλος υπερρεαλιστής συγγραφέας André Breton «Από όλες εκείνες τις τέχνες στις οποίες οι σοφοί υπερέχουν, το μεγαλύτερο χάρισμα είναι να γράφεις καλά» 

Τελικά προσφέρει και τι, η τηλεοπτική διασκευή τέτοιων έργων; Βοηθά τον  τηλεθεατή να συλλάβει την αισθητική και πολιτισμική αύρα του κειμένου ή τον αφήνει, στο τηλεοπτικό-εικονικό τοπίο, παθητικό κι αδιάφορο; Ευνοεί  τη διάδοση της λογοτεχνίας και δίνει ώθηση στην επαφή με το βιβλίο; Η τηλεόραση, είναι αλήθεια ότι αναδεικνύει έργα, τα εντυπώνει στη συνείδηση του κοινού, τους δίνει μια άλλη διάσταση και μάλιστα κάποιες φορές  μια άλλη ζωή. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που μετά την προβολή μιας σειράς, οι πωλήσεις του βιβλίου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η σειρά εκτοξεύτηκαν σε απίστευτους, για τους συγγραφείς, αριθμούς. Η τηλεόραση δανείζεται από τη λογοτεχνία υλικό και της το αντιγυρίζει με τη μορφή ευρύτερης προβολής, η οποία συμβάλλει στην εδραίωση μερικών έργων στη συνείδηση του κοινού. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο αφηγηματικές τέχνες, πρέπει να ξαναδούμε  τις αναλογίες μεταξύ τους, αλλά και οι διαφορές τους, με κυριότερη τα διαφορετικά εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν, καθώς η λογοτεχνία αφηγείται με λέξεις, ενώ ο κινηματογράφος, κατά κύριο λόγο, με εικόνες.  

Ο θεατής που καταναλώνει το ένα σίριαλ πίσω από το άλλο, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να  μπορέσει να εκτιμήσει ή να αγαπήσει ένα διήγημα, μία νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα βραδείας καύσεως και πολλαπλών νοηματικών επιπέδων. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο το πεζογράφημα που έγινε τηλεοπτικό πρόγραμμα να μην γοητεύει τον θεατή μόνο και μόνο με την    καταιγιστική του δράση, αλλά  να απογειώνει τις αισθήσεις του θεατή χάρη στη γλωσσική ιδιοφυΐα του λογοτεχνικού του δημιουργού. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο οι μεγάλοι λογοτέχνες, ο λόγος τους, η σκέψη τους και η γραφή τους να διατρέχουν το τελικό κινηματογραφικό – τηλεοπτικό αποτέλεσμα απ’ άκρη σ’ άκρη.