Πέρυσι, τον Μάρτιο του 2020, o Πίτερ Τζάκσον δεν άφησε τον χρόνο του να περνάει σε ρυθμούς εγκλεισμού. Ο δημιουργός της κινηματογραφικής τριλογίας «Ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν ήταν απασχολημένος να κοσκινίζει ένα βουνό από άγνωστα πλάνα 60 και πλέον ωρών που αφορούσαν τους Beatles.

Το όλο εγχείρημα έφθασε στο τέλος του και η σειρά που προέκυψε, με τίτλο «The Beatles: Get Back», γίνεται τώρα διαθέσιμο στην πλατφορμα streaming Disney+. Αρχικά προβλεπόταν ως ταινία μεγάλου μήκους, η αβεβαιότητα της COVID όμως οδήγησε σε αναθεώρηση των σχεδίων. Προέκυψαν τελικά τρία δίωρα επεισόδια, με σπάνιο οπτικοακουστικό ιστορικό υλικό, απαθανατίζοντας τους Υπέροχους Τέσσερις την ώρα που κάνουν πρόβα στο στούντιο.

Το υλικό ανακαλύφθηκε στο Λονδίνο και βρέθηκε στα χέρια του Πίτερ Τζάκσον. Συγκεκριμένα, πρόκειται για πρόβα των Beatles που έλαβε χώρα το 1969 και στην οποία τα μέλη του συγκροτήματος επέτρεψαν σε μια ομάδα κινηματογραφιστών να μπουν και να μαγνητοσκοπήσουν. Παρουσιάζει το πώς δημιουργήθηκε το άλμπουμ των Beatles του 1970 «Let It Be», που είχε τον τίτλο εργασίας «Get Back». Το ντοκιμαντέρ στηρίζεται σε υλικό που είχε αρχικά συγκεντρωθεί για το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Let it Be» του Μάικλ Λίντσεϊ-Χογκ το 1970.

Το εντυπωσιακό σε αυτό το ντοκιμαντέρ είναι ότι αυτά τα 52 χρόνια ενώ όλοι έχουμε την εντύπωση πως βρίσκονταν στα μαχαίρια και δεν μιλιόνταν ο κινηματογραφικός φακός έχει αποτυπώσει τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο Τζον, ο Πολ, ο Τζορτζ και ο Ρίνγκο είναι φαινομενικά χαρούμενοι που βρίσκονται στο στούντιο: γελούν, αστειεύονται μεταξύ τους, τραγουδούν στο στυλ των εγγαστρίμυθων, μιλούν για τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρακολούθησαν την προηγούμενη ημέρα στην τηλεόραση και φυσικά γράφουν μουσική.

«Απλώς δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει το ντοκιμαντέρ. Οτι έχει γυριστεί» λέει ο Τζάκσον στον βρετανικό «Guardian». «Δεν μπορώ να πιστέψω τίποτε από όλα αυτά – ότι οι Beatles άφησαν τον Μάικλ Λίντσεϊ-Χογκ να τραβήξει όλα αυτά τα πλάνα και, πολύ περισσότερο, ότι όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν σε ένα θησαυροφυλάκιο». Από τα μεγαλύτερα προβλήματα και προκλήσεις που αντιμετώπισε ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να συμπυκνώσει σε αυτά τα τρία δίωρα όλη τη φιλοσοφία του γκρουπ και, πολύ περισσότερο, πώς τα μέλη των Σκαθαριών άφησαν να δημιουργηθεί αυτή η κακή εικόνα για τις σχέσεις τους.

Η εμπλοκή του Τζάκσον χρονολογείται από το 2017, όταν επικοινώνησε μαζί του η Apple Corps – η εταιρεία η οποία ιδρύθηκε από τους Beatles το 1968 και χειρίζεται όλες τις υποθέσεις του συγκροτήματος – όχι για βοήθεια σε ταινία ή τηλεοπτική σειρά αλλά για την ικανότητά του να δημιουργεί σκηνές εικονικής πραγματικότητας.

Στόχος ήταν η δημιουργία έκθεσης, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε και τελικά ο νεοζηλανδός σκηνοθέτης έλαβε άδεια. Εθεσε όμως και έναν όρο. Ηθελε να δει πρώτα όλα τα πλάνα, επειδή δεν ήθελε να κάνει μια άθλια ταινία. Αυτός ο όρος του βασίζεται και στην πραγματικότητα, στον βαθμό που η ταινία «Let it Be» ήταν για τους Beatles άθλια εμπειρία. Ο Τζον Λένον είχε αναφερθεί στα γυρίσματα ως «έξι εβδομάδες της Κόλασης», ενώ ο Τζορτζ Χάρισον αποκάλεσε όλη την περίοδο «τον πιο κακό χειμώνα των Beatles». Ακόμα και ο συνήθως μετριοπαθής ΜακKάρτνεϊ έχει πει ότι στην προσπάθειά τους να προσφέρουν το πώς φτιάχνεται ένα άλμπουμ των Beatles, αυτό που πραγματικά είχαν κάνει ήταν να δείξουν στον κόσμο πώς μοιάζει η διάλυση ενός συγκροτήματος.

Το μοντάζ
Ο Πίτερ Τζάκσον αφού ολοκλήρωσε το ντοκιμαντέρ του για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο «They Shall Not Grow Old» (κυκλοφόρησε το 2018) άρχισε να δουλεύει στο «Get Back». Εξερεύνησε την περίοδο, γνώρισε τους ΜακKάρτνεϊ, Σταρ, Σον Λένον και τον γιο του Χάρισον, Ντάνι. Hταν σε τακτική επαφή με τον Λίντσεϊ-Χογκ, πήγε στην ταράτσα του κτιρίου της οδού Savile Row όπου οι Beatles έκαναν την τελευταία τους συναυλία, και μάλιστα συνάντησε τους αστυνομικούς που είχαν ανέβει στην ταράτσα για να τους πουν να σταματήσουν να παίζουν.

Μετά ακολούθησαν οι εργασίες αποκατάστασης, μια διαδικασία καρέ-καρέ για την ευκρίνεια των πλάνων ώστε να σεταριστούν για τις σύγχρονες τηλεοράσεις. Δουλειά που έκαναν 14 άτομα για τέσσερα, σχεδόν, χρόνια. Το μοντάζ – το αγαπημένο κομμάτι του Τζάκσον στη δημιουργία ταινιών – ήταν δύσκολο, λέει ο ίδιος, εξαιτίας και μόνο του πλούτου του υλικού. Κάποια στιγμή σημείωσε ότι ήταν ευχαριστημένος με ένα 18ωρο «Get Back», αλλά κατάφερε να το μειώσει στο ένα τρίτο.

Οι έξι ώρες που προέκυψαν περιέχουν περισσότερες από αρκετές αποκαλύψεις και καθόλου θλίψη. Απεικονίζει τέσσερις άντρες, που – έχοντας αλλάξει τον κόσμο – θέλουν απλώς να επιστρέψουν στα τέσσερα παιδιά από το Λίβερπουλ.

Είναι επίσης εξαιρετικά νοσταλγικοί, συζητώντας τακτικά για τον χρόνο τους στο Αμβούργο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ή παίζοντας στο Cavern στο Λίβερπουλ. Διασκευάζουν πρώιμα κλασικά rock’n’roll, όπως τα «Blue Suede Shoes» και «Shake, Rattle and Roll» – οτιδήποτε θα τους βοηθήσει να επιστρέψουν εκεί που ανήκαν κάποτε.