Η Τζέιν Κάμπιον επιστρέφει δέκα χρόνια μετά την επιτυχία του “BrightStar” το 2009. Ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας, για την ταινία “Μαθήματα Πιάνου” το 1993 στο Φεστιβάλ των Καννών και είναι μια από τις επτά γυναίκες που έχουν προταθεί για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου για την ίδια ταινία.Η Κάμπιον αναφερόμενη στο βιβλίο«Η εξουσία του σκύλου» σημειώνει: “Με είχε ιντριγκάρει για πάρα πολλούς λόγους. Δεν μπορούσα να υποθέσω τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, ήταν τρομερά λεπτομερές, και ένιωθα ότι ο άνθρωπος έγραψε την ιστορία είχε ζήσει αυτή την εμπειρία. Δεν είναι απλά μια ιστορία για έναν καουμπόι το 1925 για τη ζωή στο ράντσο, αυτή ήταν μια πραγματική εμπειρία και πιστεύω ότι γι’ αυτό πίστεψα την ιστορία. Αγάπησα το πόσο βαθιά μπαίνει στην εξερεύνηση της αρρενωπότητας, ενώ είναι παράλληλα η ιστορία μιας κρυφής αγάπης”.

Στην επίσημη σύνοψη του βιβλίου «η εξουσία του σκύλου» υπογραμμίζεται ότι κεντρικοί ήρωες είναι δυο αδέλφια - μια γυναίκα και ένα αγόρι, μάνα και γιος, που η άφιξή τους στο ράντσο των δυο αδελφών κλονίζει μια ήδη εύθραυστη γαλήνη.
Ο ΜπένεντικτΚάμπερμπατς, αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλοτης ταινίας. Ένας ηθοποιός που έγινε διάσημος ανά τον πλανήτη δίνοντας μια πολύ ιδιαίτερη, προσωπική και πιο σύγχρονη εικόνα στον ντετέκτιβ ΣέρλοκΧολμς στην επιτυχημένη σειρά του BBC «Σέρλοκ».

Ο Χολμς ψηλός, πάνω από 1,80, και αδύνατος. Είχε γκρίζα, επιβλητικά μάτια και ανάμεσα τους μια γερακίσια μύτη. Ντύνεται πάντα προσεκτικά και είναι περιποιημένος. Φοράει συνήθως καφέ τουίντ κουστούμι, καφέ παντελόνι και αρκετές φορές ημίψηλο καπέλο. Στην Οδό Μπέικερ στον τόπο κατοικίας του συνήθως φοράει τη ρόμπα του.
Ο ΜπένεντικτΚάμπερμπατς«Στην εξουσία του σκύλου» μεταμορφώνεται. Η λεπτεπίλεπτη, φινετσάτη φυσιογνωμία αλλάζει ριζικά σε σκληρό καουμπόη απλωμένο στις απέραντες εκτάσεις της άγριας δύσης και παίρνει τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων της αγροτικού Νέου Κόσμου. Γίνεται καουμπόης δηλαδή άνθρωπος με το βλέμμα των χιλίων γιαρδών, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά στο Φαρ Ουέστ για τους έφιππους γελαδάρηδες που έγιναν σύμβολο της τόλμης και του αδάμαστου πνεύματος της Αμερικής. Με το χαρακτηριστικό καπέλο στο κεφάλι, οι καουμπόηδες είχαν πιο πολύ μολύβι από τη ζώνη τους μόνο στην καρδιά τους. Ατρόμητοι και έτοιμοι για άλλη μια μάχη με τους ζωοκλέφτες, οι καουμπόηδες ήταν οι πιο αυθεντικές μορφές της αμερικανικής ζωής, ήρωες μιας καθημερινότητας που προσπαθούσε να επιβιώσει σε πείσμα των εχθρικών καιρών. Βλέπουμε τον ΜπένεντικτΚάμπερμπατςδια μιας να μεταμορφώνεται από λεπτεπίλεπτο λονδρέζο ευγενή σε σκληροτράχηλο μολυβένιο καουμπόη με μοναδική ευκολία και πειστικότητα.

Ο Κάμπερμπατς, λοιπόν, υποδύεται τονΦιλ, έναν ζωντανό μύθο που βρίσκεται στη δύση του, σε μια χώρα όπου το νέο έρχεται να τα σαρώσει όλα στο διάβα του. Το τρένο, η επιστήμη, το αυτοκίνητο οι νέες τεχνολογίες βρίσκουν τον ήρωα μαςάπλυτο και φορώντας πάντα σπιρούνια και την μάσκα του σκληρού να στέκεται απέναντι στον καλοντυμένο και εκπρόσωπο του νέου κόσμου αδελφό του, αλλά και τη γυναίκα που εισβάλλει στο απομονωμένο βασίλειό του. Όλα κινδυνεύουν να σωριαστούν με πάταγο κάτω από τις μεταλλικές αρθρώσεις του μέλλοντος κι αυτός με μανία και πείσμα προσπαθεί να συγκρατήσει τα κομμάτια της ζωής του που μοιάζουν πια ντεκόρ μια ξεπερασμένης ταινίας.
Ο Φιλκουβαλώντας από δω κι από κει τη βρωμιά του που μοιάζει να την φορά σαν πανοπλία,είναι τόσο πολύ αφυδατωμένος τόσο πολύ αποξηραμένος που κάποια στιγμή από την πίεση των πραγμάτων απρόσμενασπάει, τσακίζεται.
Η Ρόουζ λυγίζει κάτω από τον συνεχή εκφοβισμό του Φιλ, το ρίχνει στο ποτό και θα συντριβεί, αν κάποιος από μηχανής θεός, δεν την βοηθήσει, γιατί ο άντρας της κι αδελφός του Φιλ, είναι ανίκανος για κάτι τέτοιο. Αυτός που θα στηρίξει τηΡόουζ είναι ο γιος της ο Πίτερ,που αποδεικνύεται πολύ πιο δυνατός από ότι δείχνουν τα φαινόμενα. Ο Πίτερ έχει δύο εμμονές να γίνει γιατρός χειρουργός και να προστατέψει πάση θυσία τη μάνα του. Όταν ο νεαρός εξοπλίζεται με τα καλά κρυμμένα μυστικά του ράντζου γίνεται πια ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, που θα επιβάλλει τους όρους του.
Αυτό όμως που αποκαλύπτεται, καθώς το οικοδόμημα του άγριου, στιβαρού, καουμπόη καταρρέει, συμπαρασύροντας την ανάγκη του για κυριαρχία, την συνεχή υποτίμηση των γυναικών, την ακραία αυτοπεποίθηση και την καταστολή των συναισθημάτων του, είναι ένας αδύναμος, άρρωστος, βασανισμένος και ανίκανος να αισθανθεί άνθρωπος.
Η ΤζέινΚάμπιον σε όλες τις προηγούμενες ταινίες της είχε κεντρικά πρόσωπα γυναίκες, γυναίκες καταπιεσμένες, ταλαιπωρημένες,συντετριμμένες γυναίκες που προσπαθούσαν, διεκδικούσαν που αγωνιζόντουσαν και πολεμούσαν να βρουν μια θέση στη ζωή.

Η σκηνοθέτις έβλεπε τον κόσμο από την πλευρά των γυναικών και με αυτό τον τρόπο μας έδωσε πολύ όμορφα πράγματα, έσκαψε το τοπίο των γυναικών έβγαλε πράγματα στο φως, μας αποκάλυψε τις σκοτεινές πλευρές της ζωή τουςκαι φώτισε γωνιές της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας που δεν είχαμε καν υποψιαστεί. Με την εξουσία του σκύλου αποφασίζει να περάσει στην αντίπερα όχθη και να δει τον κόσμο των γυναικών από την πλευρά των ανδρών. Με όχημα το αρχετυπικό ανδρικό υπόδειγμα του καουμπόι, του άνδρα δηλαδή των ανοιχτών οριζόντων, των συντηρητικών απόψεων, των παθιασμένων ανομολόγητων ερώτων μιλά πάλι για τις γυναίκες. Την Κάμπιον ποτέ δεν έπαψαν να την απασχολούν τα προβλήματα των γυναικών, απλώς βρήκε άλλο σημείο θέασης του κόσμου, μια άλλη γωνία για να φωτίσει τα θέματα που πάντα την απασχολούσαν.

Το μεγάλο επίτευγμα της Κάμπιονείναι,ότιένα κουαρτέτο εύθραυστων συναισθημάτων, λεπτών αποχρώσεων, διάφανων εμπειριών το οποίο είναι κατασκευασμένο για να «ακουστεί» σε ένα δωμάτιο, η Κάμπιον το βγάζει στην απλωσιά των ανοιχτών χώρων. Εκεί βλέπουμε τις ψυχές των τεσσάρων αυτών ανθρώπων, κάποιες φορέςνα συντρίβονται από τις αχανείς εκτάσεις, άλλες να εμπνέονται από τις μεγάλες πεδιάδες, κάποιες άλλες να σμίγουν με το φως που πάει να χαθεί και τελικά όλες αυτές οι αποχρώσεις και οι φωτοσκιάσεις να συντίθεται στο μαύρο και σκοτεινό και να αφανίζονται. Αλλά όσο περνάει ο χρόνος καταλαβαίνουμε, ότι η όμορφη ταινία της Κάμπιον, μπορεί να μην εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο όπως πιθανόν θα έπρεπε, αλλά αναπτύσσεται σε ένα περίκλειστο από βουνά τοπίο, αφυδατωμένο από συναισθήματα χώρο και πνιγηρό από την ακινησία τόπο.