Ειλικρινά, δεν θυμάμαι ποιά ήταν η τελευταία φορά (και χρονιά) που κάθισα να δω ελληνική τηλεόραση, και δεν το μετάνιωσα (πικρά). Κι εντάξει, πάντα υπήρχε μια τάση υπερβολής στην μια ή την άλλη ερμηνεία, αν μιλάμε για τηλεμυθοπλασία. Ίσως επειδή οι ηθοποιοί στην χώρα μας παίζουν περισσότερο στο θέατρο, όπου σαφώς και οι κανόνες είναι εντελώς διαφορετικοί, σε σχέση με την απόδοση ενός ρόλου on camera. Περίμενα προχθές να δω τους Συμπέθερους απ' τα Τίρανα. Δεν είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω.

Τί προτιμότερο, λέω, από κάτι εγγυημένα καλό; Ρέππας-Παπαθανασίου είναι (βλ. Τρεις Χάριτες), δεν μπορεί να πέφτω έξω. Και τί είδα, όσο άντεξα να δω; Αν θέλω να δω δέκα «βλάχους» να μαλώνουν, βγαίνω μια βόλτα στο καφενείο, πάω για ψώνια στην λαϊκή, ή κάνω τον σταυρό μου, και περνάω απ' την ΔΟΥ. Βλέπω επίσης και Βουλή· εγγυημένα, κάτω του ελαχίστου επιπέδου. Κι όμως, αυτό είδα και πάλι. Μια τηλεοπτική σειρά που υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο τις προσδοκίες ενός κριτικού τηλεθεατή. Στόχος μου, βέβαια, δεν είναι να κρίνω την συγκεκριμένη σειρά, και μάλιστα απ' το πρώτο της επεισόδιο. Υπάρχουν πολλές σειρές που στην πορεία τους εξελίχθηκαν, ή που στην πορεία τους σου τραβούν τελικά το ενδιαφέρον· αλλά, ρε αδερφέ, κουράστηκα απ' τις φωνασκίες. Όλοι φωνάζουν.

Ηθοποιοί στάθμης και καλλιτεχνικού κύρους, σεναριογράφοι που μας χάρισαν κλασσικές επιτυχίες, όλοι αυτοί οι πεπειραμένοι άνθρωποι, αναλώνονται σήμερα στην τηλεοπτική μεταφορά μιας ελληνικούρας, μιας «βλαχιάς» που μας χαρακτηρίζει, ως λαό (δεν αναφέρομαι φυσικά σε ζητήματα καταγωγής και εθνοτικών ομάδων), και που την κουβαλάμε πάνω μας, και μέσα μας, 60 χρόνια μετά την πρώτη επίσημη σύνδεσή μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τ. ΕΟΚ (1961). Σ' αυτά τα 60 χρόνια, όμως, έχουν περάσει μπροστά απ' τα μάτια μας εκατοντάδες ή έστω δεκάδες τηλεοπτικά αριστουργήματα, ελληνικότατα, και με απείρως λιγότερα από τα σημερινά τεχνικά μέσα. Τί να πρωτοθυμηθώ; Τον Συμβολαιογράφο; Την Λωξάντρα; Το ανυπέρβλητο Νυχτερινό Δελτίο, ή το καθηλωτικό "Προς Οφρύνιο", σειρά-ταινία μικρού μήκους, με μόλις 5-6 επεισόδια; Και στην ιδιωτική τηλεόραση, ακόμα. Κλείσε τα μάτια, Περί ανέμων & υδάτων, Το τρίτο στεφάνι (στον ΑΝΤ1), Δεληγιάννειο παρθεναγωγείο, σειρές που έχουν γίνει πριν 20 χρόνια, όπως το Σ’ αγαπώ-Μ’αγαπάς, αλλά μοιάζουν σαν να ‘γιναν χτες. Ακόμα και σειρές που μπορούν να χαρακτηριστούν «πρωτοπορία», για τα ελληνικά δεδομένα, όπως είναι το εξαιρετικά πολύπλοκο στην αυθεντική απλότητά του «Κρις Κρος» (Μega, 1999-2000).

Για να μην αναφερθώ στις εκπομπές, με τις οποίες το κοινό, και κυρίως το παιδικό-εφηβικό, ένιωθε να έχει ένα αθώο ραντεβουδάκι, όπως ήταν το ανεπανάληπτο Disney club (1994-2002), αλλά και άλλες λίγο πιο ώριμες από άποψη περιεχομένου νεανικές εκπομπές της ΕΡΤ, όπως το «Κουκλομέγαλοι και πολυσπόρια», τις οποίες όμως άνετα έβλεπε και ένα πιο μικρό παιδί. Σ’ όλα αυτά τα τηλεοπτικά προϊόντα, προϊόντα μυθοπλασίας ή απλής κοινωνικής ανάγκης, της επικοινωνίας δηλαδή, υπήρχε πάντα ένα επίπεδο. Κανείς δεν φώναζε, κανείς δεν έβριζε. Χρειάζεται και η βωμολοχία. Είναι ένα μέσο να πεις ορισμένα πράγματα, που διαφορετικά δεν γίνονται κατανοητά, όχι τουλάχιστον άμεσα και ακαριαία. Τέτοια περίπτωση αποτελούν οι «Σταύλοι της Εριέττας Ζαΐμη», όπου ο θεατής που δεν έχει παρωπίδες, μπορεί άνετα να δει στην βωμολοχία των Ρήγα-Αποστόλου την ανάγκη σχολιασμού της πολιτικής κατάντιας της σύγχρονης Ελλάδας, ήτοι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και οι συν αυτά. Ήξερες ότι θα φωνάξουν, αλλά και ότι θα βρίσουν. Αν ήθελες το έβλεπες, αν δεν ήθελες δεν το έβλεπες. Κι εξάλλου, το περιβάλλον μιας φυλακής προσπάθησαν ν’ αποτυπώσουν. Δεν νομίζω να περιμένει κανείς καλύτερες πραγματικές συνθήκες, στις φυλακές της Ελλάδας, τουλάχιστον, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ότι έριξαν το επίπεδο εκεί όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρχει.

Μιλάμε για φυλακές, όχι για τσάι κυριών. Αυτή η πολιτιστική-πολιτισμική οπισθοδρόμηση, που δεν ξέρω πόσο πιο πίσω απ’ το 1961 δύναται να μας πάει, και ακόμα περισσότερο δεν ξέρω αν όντως αποτελεί οπισθοδρόμηση, είναι ο λόγος που δεν αντέχω να βλέπω πλέον ελληνική τηλεόραση. Και θα μου πεις, υπάρχει η συνδρομητική. Όχι, ρε φίλε, δεν βάζω συνδρομητική. Ξέρεις γιατί; Αφενός γιατί δεν έχω την οικονομική δυνατότητα. Ακόμα όμως και να την είχα, υπάρχουν εδώ πέρα συγκεκριμένες ευθύνες όσων παίρνουν τις αποφάσεις στα τηλεοπτικά κανάλια, μεταξύ των οποίων είναι και τρία πανελλαδικής εμβέλειας, τα οποία πληρώνουμε εγώ κι εσύ: ΕΡΤ1, 2 & 3. Συν τις ανύπαρκτες ή ελλιπείς τηλεοπτικές άδειες των ιδιωτικών καναλιών, που τόσα χρόνια μεγαλουργούσαν, και με θετικά συν τοις άλλοις αποτελέσματα, αλλά χωρίς ν’ αποδίδουν στο Κράτος μισή δραχμή. Στην τελική, ποιός και με τί κριτήρια παίρνει την απόφαση να ρίξει το επίπεδο στα τάρταρα, και σε ποιόν νομίζει ότι απευθύνεται;

Διότι, εδώ, υπάρχει μια ξεκάθαρη ιδεολογική γραμμή. Καταλαβαίνω πως αυτό που λέμε «ποιότητα» σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα του καθενός, και προφανώς και τα κανάλια επηρεάστηκαν από την κρίση του 2009-10 και εξής. Όμως, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα που ήταν σε θέση να παράξει αριστουργήματα, υπάρχει κάτι που λέγεται «αρχείο», και μπορείς να το προβάλλεις (ως κανάλι) όποτε σου γουστάρει· έτσι, προς γνώση και συμμόρφωση. Αντ’ αυτού, δεν το κάνεις. Έχεις το αρχείο σου κάπου παρατημένο, να σαπίζει, και δείχνεις συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Οι επαναλήψεις που βλέπουμε είναι συγκεκριμένες (ποσοτικά) και εξαιρετικά περιορισμένες (χρονικά), όταν τα ίδια κανάλια θα μπορούσαν στην θέση αυτών των βλακωδών -τις περισσότερες φορές- εκπομπών, να μας προσφέρουν συνεχώς αριστουργήματα από το αρχείο τους. Πόσα χρόνια έχουμε να δούμε μια καλή επανάληψη, στην ΕΡΤ; Πού είναι οι σειρές αρχείου της κρατικής και δημόσιας τηλεόρασης, που τις έχουμε πληρώσει με τον μόχθο της δουλειάς μας, και την υπομονή της ανεργίας μας; Ειδικά για όσους μένουμε στην επαρχία, η τηλεόραση αποτελεί την μόνη -επί 24ωρου βάσεως- πολιτιστική διαφυγή.

Δεν έχουμε την δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μαθήματα εικαστικών, ούτε θέατρα υπάρχουν. Κι αν υπάρχουν, είναι για συγκεκριμένες ώρες (και συγκεκριμένα βαλάντια). Η τηλεόραση είναι ένα αποκούμπι. Ένα πολιτιστικό αποκούμπι. Η κατάντια της είναι σίγουρα μέρος και αποτέλεσμα μιας γενικότερης πολιτισμικής διαδικασίας. Κάποιοι την αποκαλούν «οπισθοδρόμηση»· το ανέφερα και πιο πριν. Απ’ την πλευρά μου, δεν συνηθίζω να δαιμονοποιώ το παρελθόν. Στην δική μου προσέγγιση, η κατάσταση αυτή είναι ένα μίγμα συγκυριών (οικονομικών, κατά βάση), σε συνάρτηση όμως με τις επιλογές μας, τις πολιτιστικές συμπεριλαμβανομένων. Όταν ξέρουν στα κανάλια ότι ένα 70%, χονδρικά, κάθεται άνετα και βλέπει «Survivor», ή «Bachelor», προγράμματα μιας κατηγορίας κι ενός τύπου που δεν είναι καθόλου καινούρια (ελπίζω να θυμάστε πότε πρωτοήρθε στην Ελλάδα το «Big Βrother»), γιατί να ρίξει ο καπιταλοκαναλάρχης μια καλή επανάληψη, από το αρχείο του; Η απάντηση είναι ερώτηση: γιατί τους δείχνεις το χειρότερο, ενώ μπορείς να τους δώσεις το καλύτερο; Απλώς, για να με επιβεβαιώσεις. Πρώτα, έχουμε τα δεδομένα. Έπειτα, τις επιλογές. Τα υπόλοιπα είναι δικαιολογίες. Και χορτάσαμε. Αλλάζω κανάλι.