Στο διακύβευμα των εκλογών για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής και στις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αναγέννηση της παράταξης αναφέρθηκε ο Ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης των τεσσάρων υποψηφίων στην «Καθημερινή της Κυριακής» και τον δημοσιογράφο Μάριο Δανηλόπουλο.

«Το διακύβευμα των εκλογών είναι ποιος μπορεί να διευρύνει και να δυναμώσει την παράταξή μας, δημιουργώντας μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με τον Ελληνικό λαό. Αυτός είναι ο στόχος μου και για αυτό είμαι υποψήφιος» τόνισε ο κ. Ανδρουλάκης. Όπως σημείωσε, «οι πολίτες δεν έχουν τίποτα πια να περιμένουν από τη ΝΔ που αποτυγχάνει και φθείρεται και από τον ΣΥΡΙΖΑ που διέψευσε όσους τον πίστεψαν και παραμένει χαμηλής αξιοπιστίας. Για αυτό επιμένω ότι τώρα είναι η ώρα της δικής μας πολιτικής αντεπίθεσης».

Όπως επισήμανε, «η αναγέννηση της παράταξης περνάει μέσα από την πολιτική και στελεχιακή της ανανέωση. Το κόμμα μας οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια και αξιοκρατία χωρίς πελατειακές σχέσεις τις οποίες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ», φέρνοντας ως παράδειγμα το πόσο αύξησαν και τα δύο κόμματα του μετακλητούς υπαλλήλους τα τελευταία χρόνια.

«Και φυσικά χρειάζεται ένα αξιόπιστο πρόγραμμα στην κατεύθυνση της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας που θα δημιουργεί ανθεκτική και ανταγωνιστική παραγωγική βάση αλλά και ισχυρό κοινωνικό κράτος» ανέφερε ο κ. Ανδρουλάκης.

Ως προς τη συζήτηση σχετικά με τα σύμβολα της παράταξης, όπως τόνισε ο κ. Ανδρουλάκης, «έχω υπηρετήσει το ΠΑΣΟΚ και στις καλές και στις δύσκολες μέρες του χωρίς να έχω αποχωρήσει από αυτό ούτε στιγμή. Έχω υπάρξει Γραμματέας του κόμματος. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής, έχουμε συναισθηματικό δέσιμο με το ΠΑΣΟΚ. Για αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την ιστορικότητα των συμβόλων του, με μια οργανωτική δομή που θα επιτρέπει τη συνεργασία με πρόσωπα και φορείς με τους οποίους συναντηθήκαμε στην πορεία».

Επισήμανε δε ότι «η πολιτική δεν είναι μόνο “η διαχείριση των συμβόλων”, όπως είχε πει κάποτε ο Μιτεράν. Είναι πολλά περισσότερα. Για αυτό και πρέπει να συζητάμε περισσότερο για τις πολιτικές που θα αλλάξουν την Ελλάδα και για το πώς θα αλλάξουμε οι ίδιοι, ώστε να ξεφύγουμε από τη σημερινή στασιμότητα».

Όσον αφορά στην κριτική για την παρουσία του στο Ευρωκοινοβούλιο και την προσωρινή εκπροσώπηση του κόμματος στη Βουλή, εφόσον εκλεγεί, ο κ. Ανδρουλάκης απάντησε ότι «αυτό που κάποιοι παρουσιάζουν ως πρόβλημα, στην Ευρώπη είναι σύνηθες. Τα τελευταία χρόνια, 20 περίπου Ευρωβουλευτές έχουν εκλεγεί πρόεδροι των εθνικών τους κομμάτων στη διάρκεια της θητείας τους». Αναφέρθηκε μάλιστα στα παραδείγματα των μεγαλύτερων Σοσιαλιστικών κομμάτων, καθώς ο Κόστα στην Πορτογαλία και ο Σάντσεζ στην Ισπανία δεν ήταν Βουλευτές, όταν εξελέγησαν Πρόεδροι.

«Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε φοβικοί απέναντι σε πρακτικές που δοκιμάστηκαν και πέτυχαν σε άλλες χώρες και συγγενή κόμματα. Αντιθέτως, σε μια περίοδο ανόδου της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας η ενεργή παρουσία μας στα ευρωπαϊκά δρώμενα θα είναι θετική» υπογράμμισε. Ως προς δε την εκπροσώπηση του κόμματος στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όπως είπε «θα το χειριστώ θεσμικά, με απόλυτο σεβασμό στην κοινοβουλευτική μας ομάδα», υπογραμμίζοντας ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε στην αρχή της τετραετίας, αλλά στο δρόμο για τις εκλογές, οπότε το ζήτημα αυτό σύντομα δεν θα υφίσταται.

Απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες, τόνισε πως «στη δική μου αντίληψη πρέπει να είμαστε πιο κοντά στο παράδειγμα του SPD, παρά σε ένα ΚΚΕ του Κέντρου». Όπως εξήγησε, το ζητούμενο είναι «η παράταξή μας να δυναμώσει ξανά ώστε να μπορεί να καθορίσει την κυβερνητική πολιτική και να μην είναι ένα απλό κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα. Η οποιαδήποτε συζήτηση συνεπώς περνάει μέσα από τη δική μας πολιτική αναγέννηση και αυτό είναι το αποκλειστικό μέλημά μου».

Σχολίασε δε πως το ίδιο ερώτημα θα πρέπει να τεθεί και στα υπόλοιπα κόμματα. «Γιατί η μεν ΝΔ λέει ότι δεν θέλει συνεργασίες, την ίδια ώρα που έκανε τον ανασχηματισμό του ΛΑΟΣ και κινείται ολοένα και δεξιότερα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα μιλάει για προοδευτική διακυβέρνηση, ούτε προοδευτικό στίγμα έχει, ούτε έχει κάνει την αυτοκριτική του για το πώς αντιμετώπισε το Κίνημά μας τα προηγούμενα χρόνια».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

1) Η συζήτηση περί επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο. Είναι πολιτικά βιώσιμη, αλλά και πρακτικά εφικτή - δεδομένων και των οικονομικών ζητημάτων - αυτή η κατεύθυνση; Πώς σκοπεύετε να διαχειριστείτε το ΚΙΝΑΛ ως ενιαίο φορέα και να διαμορφώσετε τη δομή της παράταξης;

Έχω υπηρετήσει το ΠΑΣΟΚ και στις καλές και στις δύσκολες μέρες του χωρίς να έχω αποχωρήσει από αυτό ούτε στιγμή. Έχω υπάρξει Γραμματέας του κόμματος. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, έχουμε συναισθηματικό δέσιμο με το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την ιστορικότητα των συμβόλων του, με μια οργανωτική δομή που θα επιτρέπει τη συνεργασία με πρόσωπα και φορείς με τους οποίους συναντηθήκαμε στην πορεία. Η πολιτική πάντως δεν είναι μόνο «η διαχείριση των συμβόλων», όπως είχε πει κάποτε ο Μιτεράν. Είναι πολλά περισσότερα. Γι’ αυτό και πρέπει να συζητάμε περισσότερο για τις πολιτικές που θα αλλάξουν την Ελλάδα και για το πώς θα αλλάξουμε οι ίδιοι, ώστε να ξεφύγουμε από τη σημερινή στασιμότητα.

2) Στις επόμενες, διπλές όπως προμηνύεται, εθνικές κάλπες, η παράταξη είναι πιθανό να βρεθεί προ αποφάσεων για συμμετοχή σε κυβερνητικό συνασπισμό. Ποια θα είναι η στάση σας απέναντι σε πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες, είτε με τη Ν.Δ., είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ;

Στη δική μου αντίληψη πρέπει να είμαστε πιο κοντά στο παράδειγμα του SPD, παρά σε ένα ΚΚΕ του Κέντρου. Όλα όμως εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις με τις οποίες συμμετέχεις σε μια Κυβέρνηση. Το ζητούμενο είναι η παράταξή μας να δυναμώσει ξανά ώστε να μπορεί να καθορίσει την κυβερνητική πολιτική και να μην είναι ένα απλό κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα. Η οποιαδήποτε συζήτηση συνεπώς περνάει μέσα από τη δική μας πολιτική αναγέννηση και αυτό είναι το αποκλειστικό μέλημά μου.

Το ίδιο ερώτημα, όμως, θα πρέπει να τεθεί και στα υπόλοιπα κόμματα. Γιατί η μεν ΝΔ λέει ότι δεν θέλει συνεργασίες, την ίδια ώρα που έκανε τον ανασχηματισμό του ΛΑΟΣ και κινείται ολοένα και δεξιότερα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα μιλάει για προοδευτική διακυβέρνηση, ούτε προοδευτικό στίγμα έχει, ούτε έχει κάνει την αυτοκριτική του για το πώς αντιμετώπισε το Κίνημά μας τα προηγούμενα χρόνια.

3) Πώς πρέπει να κινηθεί το κόμμα, ώστε να κερδίσει έδαφος και να μην «συμπιεστεί» στις επεκτατικές βλέψεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον χώρο του Κέντρου;

Η αναγέννηση της Παράταξης περνάει μέσα από την πολιτική και στελεχιακή της ανανέωση. Το κόμμα μας οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια και αξιοκρατία χωρίς πελατειακές σχέσεις τις οποίες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Δείτε π.χ. το θέμα των μετακλητών υπαλλήλων, πόσο αυξήθηκαν από τα δύο αυτά κόμματα τα τελευταία χρόνια. Και φυσικά χρειάζεται ένα αξιόπιστο πρόγραμμα στην κατεύθυνση της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας που θα δημιουργεί ανθεκτική και ανταγωνιστική παραγωγική βάση αλλά και ισχυρό κοινωνικό κράτος.

Αν εμείς κάνουμε αυτά που πρέπει, θα διευρυνθούμε εμείς σε βάρος των άλλων. Οι πολίτες δεν έχουν τίποτα πια να περιμένουν από τη ΝΔ που αποτυγχάνει και φθείρεται και τον ΣΥΡΙΖΑ που διέψευσε όσους τον πίστεψαν και παραμένει χαμηλής αξιοπιστίας. Γι’ αυτό επιμένω ότι τώρα είναι η ώρα της δικής μας πολιτικής αντεπίθεσης.

4) Αντίπαλοί σας αναδεικνύουν ως μειονέκτημα το γεγονός ότι εάν εκλεγείτε, δεν θα έχετε τη δυνατότητα παρουσίας στη Βουλή. Πώς σκοπεύετε να διαχειριστείτε το συγκεκριμένο ζήτημα;

Το διακύβευμα των εκλογών είναι ποιος μπορεί να διευρύνει και να δυναμώσει την παράταξή μας, δημιουργώντας μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με τον Ελληνικό λαό. Αυτός είναι ο στόχος μου και για αυτό είμαι υποψήφιος. Σήμερα δεν βρισκόμαστε στην αρχή της τετραετίας αλλά στο δρόμο για τις εκλογές, οπότε σύντομα θα είμαι στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Αυτό που κάποιοι παρουσιάζουν ως πρόβλημα, στην Ευρώπη είναι σύνηθες. Τα τελευταία χρόνια, 20 περίπου Ευρωβουλευτές έχουν εκλεγεί πρόεδροι των εθνικών τους κομμάτων στη διάρκεια της θητείας τους. Οι ηγέτες των μεγαλύτερων Σοσιαλιστικών κομμάτων, ο Κόστα στην Πορτογαλία, και ο Σάντσεζ στην Ισπανία δεν ήταν Βουλευτές όταν εξελέγησαν Πρόεδροι. Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε φοβικοί απέναντι σε πρακτικές που δοκιμάστηκαν και πέτυχαν σε άλλες χώρες και συγγενή κόμματα. Αντιθέτως, σε μια περίοδο ανόδου της Ευρωπαϊκης Σοσιαλδημοκρατίας η ενεργή παρουσία μας στα ευρωπαϊκά δρώμενα θα είναι θετική.

Όσον αφορά το ζήτημα της προσωρινής εκπροσώπησης του κόμματος στη Βουλή, θα το χειριστώ θεσμικά, με απόλυτο σεβασμό στην κοινοβουλευτική μας ομάδα.