Επώδυνες και πιθανώς μακρές διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία προοιωνίζονται τα αποτελέσματα των εκλογών – θρίλερ με τους Σοσιαλδημοκράτες να κερδίζουν οριακά τη μάχη με διαφορά 1,6%.

Το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημείωσαν με άλλα λόγια τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.

Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής. Οι Φιλελεύθεροι (FDP) βελτιώνουν τη θέση τους, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα Η Αριστερά πέφτει στο 4,9%, αλλά παραμένει στη Μπούντεσταγκ.

Οι δύο πυλώνες του δικομματισμού εξασφάλιζαν κάποτε πάνω από το 90% των ψήφων στη Γερμανία και το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό έπεσε περίπου στο 50% σε αυτή την αναμέτρηση εξηγεί γιατί, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας.
«Φωτεινός σηματοδότης» ή «Τζαμάικα»;

Αν υποτεθεί ότι αποκλείεται μια επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ SPD και CDU/CSU, τότε ο επόμενος καγκελάριος της χώρας θα χρειαστεί να πείσει Πράσινους και Φιλελεύθερους – με τα ανάλογα ανταλλάγματα προφανώς – να συμπράξουν στη νέα κυβερνητική συμμαχία. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, πόσω μάλλον που τόσο ο οριακός νικητής των εκλογών Σολτς όσο και ο αντίπαλός του, Λάσετ διεκδικούν την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Οι δύο αντίπαλοι έθεσαν ως στόχο να το πετύχουν αυτό μέχρι τα Χριστούγεννα, αλλά τίποτε δεν είναι εγγυημένο με τις περίπλοκες διαπραγματεύσεις ενόψει.

Στη μία περίπτωση ο Σολτς θα ηγηθεί ως καγκελάριος ενός συνασπισμού «φωτεινού σηματοδότη» (από τα χρώματα των κομμάτων), στην άλλη ο Λάσετ θα είναι ο επικεφαλής μιας συμμαχίας «Τζαμάικα» με τους Πράσινους και το FDP, του μοναδικού σχήματος στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από την κεντροδεξιά. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές οι δύο συμμαχίες θα εξασφάλιζαν ευρεία πλειοψηφία στη γερμανική Βουλή σε αντίθεση με το σενάριο «κόκκινο-πράσινο-κόκκινο», δηλαδή σύμπραξης του SPD με τους Πράσινους και το αριστερό Die Linke λόγω της απογοητευτικής εκλογικής επίδοσης του τελευταίου.

Οι πρώτες εκτιμήσεις του αποτελέσματος ήταν φέτος, σε αντίθεση με προηγούμενες εκλογές, αρκετά αμφίρροπες για να διεκδικήσει κάποιος από τους δύο υποψηφίους μια εντυπωσιακή νίκη, κι ίσως η σημαντικότερη είδηση της βραδιάς να είναι η συμφωνία μετά από πρόταση του ηγέτη των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ να αρχίσουν το FDP και οι Πράσινοι διερευνητικές επαφές μεταξύ τους προτού συναινέσουν σε διαπραγματεύσεις με κάποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Φιλελεύθεροι και Πράσινοι διαφωνούν σε πολλά σημεία, αλλά αν βρουν ικανό κοινό έδαφος, που θα περιλαμβάνει και μια πιθανή συμφωνία για τη μοιρασιά υπουργείων όπως εκείνο των Οικονομικών θα μπορέσουν να παίξουν από κοινό το χαρτί του ρυθμιστή των εξελίξεων.
Πικρό αποτέλεσμα για την κεντροδεξιά

Εκείνο που είναι, βέβαιο, προς το παρόν είναι ότι ο Λάσετ οδήγησε την κεντροδεξιά στη χειρότερη μεταπολεμικά εκλογική της επίδοση με απώλεια άνω των οκτώ ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με την αναμέτρηση προ τετραετίας. Μικρή παρηγοριά για τους Συντηρητικούς ότι δεν έπεσαν στο ναδίρ που προέβλεπαν πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αλλά το αποτέλεσμα συνιστά όπως και να αναγνωστεί «στραπάτσο» για τη Χριστιανική Ένωση. Για τον επικεφαλής του Ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Insa, Χέρμαν Μπίνκερτ, αυτό που κόστισε κυρίως στον Λάσετ ήταν το γέλιο του κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ - Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην περιοχή που επλήγη το καλοκαίρι από τις πλημμύρες. Όπως μάλιστα δείχνουν τα στοιχεία δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού n-tv, το 52% θεωρεί ότι ο κ. Λάσετ ήταν «ο λάθος» υποψήφιος, ενώ το 25% ότι υπήρχε γενικότερη δυσαρέσκεια με την Χριστιανική Ένωση, η οποία υπέστη φθορά έπειτα από τόσα χρόνια στην εξουσία. Επιπλέον, το (εντυπωσιακό) 62% θεωρεί τον κ. Λάσετ υπεύθυνο για το αρνητικό αποτέλεσμα του κόμματος στις χθεσινές εκλογές.

Σε ό,τι αφορά στις μετακινήσεις ψηφοφόρων, η Ένωση έχασε περίπου 1,36 εκατομμύρια προς το SPD, το οποίο κέρδισε επίσης, μεταξύ άλλων, 590.000 ψηφοφόρους της Αριστεράς και 320.000 ψηφοφόρους οι οποίοι είτε ήταν νέοι, ή μέχρι τώρα απείχαν. Η Ένωση έχασε 900.000 ψηφοφόρους προς τους Πράσινους και 340.000 προς το FDP. Οι νέοι ψηφοφόροι κατά ποσοστό 23% ψήφισαν το FDP και κατά το 22% τους Πράσινους. Η εφημερίδα Handelsblatt σε σχόλιό της έκανε σκωπτικά λόγο για «ένα τέταρτο καγκελάριο», εξηγώντας ότι το καθένα από τα δύο μεγάλα λαϊκά κόμματα κέρδισε μόλις το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος. «Πάνω από το 70% δεν ψήφισε το κόμμα του μελλοντικού αρχηγού της κυβέρνησης. Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εξαντληθεί ως προς το περιεχόμενο και το προσωπικό» τους, έκρινε.
Η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών

Για τον Όλαφ Σολτς, από την άλλη, το εκλογικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται θρίαμβος, αφού κατάφερε να «ξεκολλήσει» το SPD και να το επαναφέρει στην κορυφή. Εξ’ ου και οι πανηγυρισμοί των μελών και των οπαδών ενός κόμματος που μέχρι πριν από λίγους μήνες έδειχνε καθηλωμένο στο 15%, αλλά μετά από μια δυνατή προεκλογική καμπάνια, επικεντρωμένη στον Σολτς, πέτυχε την επιστροφή στο προσκήνιο.

Η μεγάλη επιτυχία του Όλαφ Σολτς ήταν ότι έπεισε τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι συμβολίζει τη συνέχεια και την αλλαγή ταυτόχρονα, ότι θα κρατήσει τα καλά της διακυβέρνησης Μέρκελ, αλλά παράλληλα θα προχωρήσει στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, μπολιάζοντας περισσότερη σοσιαλδημοκρατία στο DΝA της κυβέρνησης. Με αριστοτεχνικό τρόπο είχε προτάξει τις τελευταίες εβδομάδων το θέμα των συντάξεων, φιλοτεχνώντας ένα πιο αριστερό προφίλ.

Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα για τους Πράσινους που αναμένεται να πιάσουν ένα ποσοστό γύρω στο 15%. Δεδομένου ότι την περασμένη άνοιξη είχαν πάρει κεφάλι στις δημοσκοπήσεις ευθύς αμέσως μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της Αναλένα Μπέρμποκ, το αποτέλεσμα είναι κάπως απογοητευτικό, αν και συνιστά την καλύτερη επίδοσή τους ως τώρα. Για τη συμμετοχή τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση θα ζητήσουν και εκείνοι σημαντικά ανταλλάγματα, σαφώς σημαντικότερα από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Περιβάλλοντος που είχαν πάρει το 1998 ως ένα κόμμα του 6,7% για να συμμετάσχουν στην πρώτη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο ΓΓ των Πρασίνων, Μίχαελ Κέλνερ συνεχάρη το SPD για το «υπέροχο αποτέλεσμα» κλείνοντας έτσι το μάτι στον Σολτς να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για έναν συνασπισμό «φωτεινού σηματοδότη».

Οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας – αδελφό κόμμα της CDU – είχαν αποκλείσει πρόσφατα την πιθανότητα η κεντροδεξιά να επιχειρήσει σχηματισμό κυβέρνησης αν αναδειχθεί δεύτερη δύναμη, αλλά ο αρχηγός τους, Μάρκους Ζέντερ, μολονότι ότι η CSU έχασε έξι μονάδες στη Βαυαρία και περιορίστηκε στο 32,8% - το χειρότερο αποτέλεσμα του κόμματος εδώ και 70 χρόνια - δήλωσε χθες στην εφημερίδα Bild ότι η εντολή των ψηφοφόρων είναι πρώτα από όλα «όχι» σε κυβέρνηση SPD - Πρασίνων - Αριστεράς και «ναι» σε μια «αστική συμμαχία». «Η έκκλησή μου είναι προς τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, να προσέλθουν σε συνασπισμό υπό την Χριστιανική Ένωση. Για να συμβεί αυτό πρέπει όλοι να βγουν από τη ζώνη ασφαλείας τους. Χρειαζόμαστε μια συμμαχία για πραγματική ανανέωση και εκσυγχρονισμό και δεν πιστεύω ότι με το SPD θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο», επέμεινε ο κ. Ζέντερ.

Απομένει πολλή και σκληρή δουλειά να γίνει για να σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση και η περιπλοκότητα των διαπραγματεύσεων μπορεί να οδηγήσει σε εκπλήξεις, αλλά προς το παρόν το πλεονέκτημα φαίνεται να έχει ο Σολτς έναντι του Λάσετ.