Τελικά το ήρεμο και φυσιολογικό καλοκαίρι που οραματιζόταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν ήρθε ποτέ. Οι πυρκαγιές, η έξαρση της πανδημίας, η αδιαφορία για την τήρηση των μέτρων εναντίον αυτής, αλλά και τα σοβαρά συμπτώματα της κλιματικής αλλαγής, έκαναν ιδιαίτερα έντονη την παρουσία τους τις τελευταίες εβδομάδες. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η έκρυθμη κατάσταση στο Αφγανιστάν και οι έντονοι φόβοι για νέο μεταναστευτικό κύμα α λα 2015, διαγράφουν ένα αν μη τι άλλο ζοφερό τοπίο.

Από την άλλη, οι συνεχείς δολοφονίες-η περιστατικά βίας εναντίον- γυναικών, ομολογούν για ακόμα μια φορά την βαθύτατη ηθική και αξιακή κρίση, που διαπερνά οριζόντια την ελληνική κοινωνία. Δείγματα μιας κοινωνίας με έντονα τα σημάδια της κόπωσης, μετά από μια δεκαετία αμέτρητων αναταράξεων οικονομικών, ηθικών, υγειονομικών και όπως προβλέπεται και για το μέλλον, περιβαλλοντικών. Και αν η κοινωνία βρίσκεται σε κρίση, οι θεσμοί μήπως βρίσκονται σε καλύτερη; Η Εκκλησία για παράδειγμα, αμφιταλαντεύτηκε επι μακρόν για την θέση της μέσα στην πανδημία, «φλερτάροντας» με το διαζύγιο με τον ορθό λόγο, προκαλώντας σύγχυση στο ποίμνιο της, υποδαυλίζοντας τις ακραίες συμπεριφορές του. Επιπλέον, συνδικαλιστικοί φορείς τηρούν επαμφοτερίζουσα στάση, ψελλίζοντας δικαιολογίες αστήρικτες και αντιεπιστημονικές.

Από την άλλη, η πολιτική εξουσία, στο μέτωπο της αντιμετώπισης του Covid-19, επιμένοντας στις τιμωρητικές λογικές, αδυνατεί να ορθώσει πειστικό λόγο, ενθαρρύνοντας την παραφιλολογία στην δημόσια συζήτηση, αναζωπυρώνοντας ταυτόχρονα την συνωμοσιολογία. Φυσικά το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει επιπλέον επιβάρυνση του δημόσιου συστήματος υγείας, που υποτίθεται πως παλεύει νυχθημερόν να κρατήσει όρθιο. Αλήθεια έχει σκεφτεί κανείς από τους κυβερνώντες, πως δεν χρειάζονται καν επιχειρήματα για την ανάγκη εμβολιασμού, πάρα μόνο οι ημερήσιοι αριθμοί των νεκρών; Το ύφος και το ήθος όμως της παρούσας διαχείρισης, που υποκρύπτει με δυσκολία το απειλητικό της ύφος, έχει οδηγήσει σε «ναυάγιο».

H ατομική ευθύνη, μια βαθιά φιλοσοφική έννοια, στην ουσία γελοιοποιήθηκε στην αρένα της αγοραίας συζήτησης. Φαίνεται να επιστρατεύτηκε ως αντίδοτο στην αδυναμία της εξουσίας, να προστατεύσει τον πολίτη, είτε από τον κορωνοϊό είτε από τις πυρκαγιές. Και φυσικά η κοινωνία στριμωγμένη και πιεσμένη, το είδε ως επιπρόσθετο βάρος στις ήδη βεβαρυμμένες πλάτες της. Αλήθεια τι θα γινόταν αν το 2010, η τότε πολιτική εξουσία επέλεγε την επίκληση της ατομικής ευθύνης για το οικονομικό κατάντημα της χώρας, επιτείνοντας τους φόβους της με καθημερινές εικόνες από την Αργεντινή του 2002; Τι θα γινόταν αν επικαλούταν την ατομική ευθύνη των πολιτών για εγκράτεια και χρηστή διαχείριση των οικονομικών της την ώρα που «έσκαγαν» το ένα μετα το άλλο τα ληξιπρόθεσμα δάνεια του ελληνικού κράτους και οι νέοι της χώρας την εγκατέλειπαν μαζικά;

Κλείνοντας, η μαζική επανεμφάνιση των ταλιμπάν, μοιάζει να ερεθίζει και εν Ελλάδι τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με τις πολιτισμικές τους επιλογές τις αντιλήψεις τους για την ισοτιμία των δύο φύλων κλπ. Είναι ανάγκη όμως να αναλογιστεί κανείς, πως ανάλογου τύπου απόψεις θα συναντήσει σε κάθε υπερσυντηρητικό φορέα είτε κόμμα είναι αυτός είτε θρησκευτική οργάνωση είτε αίρεση. Η πρόοδος όμως ακολουθεί των δύσκολων αποφάσεων. Εύκολοι δρόμοι πουθενά δεν υπήρξαν. Τα μνημόνια και τα εμβόλια, ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά ήταν και είναι μονόδρομος. Κανείς άλλος δρόμος δεν υπήρξε. Η επιβολή τους όμως εξαιτίας των έκτακτων καταστάσεων, τα δαιμονοποίησε.

Η αυτοδιάθεση, η κοινωνική απελευθέρωση αλλά και το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και συμπονετικότητας είναι αυτά που σώζουν τις κοινωνίες. Όχι οι εξαναγκασμοί «άνωθεν» χωρίς καμιά συναίνεση.