Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% ( περίπου 13 ευρώ) όχι άμεσα αλλά από 1ης Ιανουαρίου 2022 ενέκρινε σήμερα το υπουργικό συμβούλιο μετά από σχετική εισήγηση του υπουργού εργασίας Κ. Χατζηδάκη.

Έτσι ο κατώτατος μισθός από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα θα διαμορφωθεί σε 663 ευρώ το μήνα, ή 773,5 ευρώ αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο και το νέο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών θα διαμορφωθεί από 29.04 σε 29.62 ευρώ.

Ο νέος κατώτατος μισθός για τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα με 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία διαμορφώνεται στα 663 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 729.30 . Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια διαμορφώνεται σε 729.3 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 795.60.

Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795.6 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 861.60. Για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861.9 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 928.20

Η απόφαση ελήφθη ύστερα από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης στην οποία συμμετείχαν οι κοινωνικοί εταίροι, ερευνητικοί και επιστημονικοί φορείς, η Τράπεζα της Ελλάδος κ.ά., με βάση τις προτάσεις που διατυπώθηκαν, τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων αλλά και τη διεθνή συγκυρία.

Η στάθμιση των δεδομένων ήταν δύσκολη για την κυβέρνηση καθώς το σύνολο των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων είχε ταχθεί υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, με το επιχείρημα ότι οι επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η πανδημία θα είναι δυσμενείς για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.

Ωστόσο για την τελική απόφαση , ελήφθησαν υπόψη οι ανάγκες των εργαζόμενων και ο αναδυόμενος πληθωρισμός.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του οικονομικού επιτελείου η έστω και συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού θα τονώσει την ψυχολογία της αγοράς και θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.

Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, δήλωσε:

«Η ελληνική οικονομία βίωσε βαθιά ύφεση εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας, η οποία ήρθε σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης. Μέλημα της κυβέρνησης με την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, αλλά και με τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών – που οδήγησε σε πρόσθετη αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων κατά 1,6 % - είναι να στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να θέσει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, δίνουμε μια συνετή αύξηση που δεν βάζει εμπόδια στην ανοδική τροχιά της οικονομίας και επιπλέον διατηρεί τον κατώτατο μισθό στο μέσο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από εκεί και πέρα, εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν καλύτερες αμοιβές με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που υπογράφουν σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή εθνικό επίπεδο. Γνωρίζω βεβαίως ότι η αύξηση αυτή δεν λύνει τα προβλήματα των εργαζομένων. Ακολουθούμε όμως το δρόμο της σύνεσης μέχρι να ξεπεραστούν οι συνέπειες της πανδημίας στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες. Και είμαι βέβαιος ότι η πολιτική της κυβέρνησης που οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων και άνοδο του οικονομικού επιπέδου της χώρας, είναι η μόνη που πραγματικά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλύτερες αμοιβές, πράγμα που θα πιστοποιηθεί στις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν από το 2022 και μετά».

Αναλυτικά το σκεπτικό της απόφασης με βάση τις εισηγήσεις:

Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022 είναι η χρυσή τομή που επελέγη προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οριακό σημείο. Η απόφαση ελήφθη με γνώμονα την εξέλιξη της οικονομίας κατά τη διετία 2019 – 2020 (δεδομένου ότι η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού έγινε στις αρχές του 2019) και τις προβλέψεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών και ινστιτούτων για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2021 και το 2022. Ειδικότερα:

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (αλυσωτοί δείκτες όγκου με εποχική με ημερολογιακή διόρθωση) το ΑΕΠ το 2018 ήταν 180,068 δισ. ευρώ. ενώ το 2020 λόγω της κρίσης του κορωνοϊού διαμορφώθηκε σε 168,737 δισ. ευρώ. Δηλαδή ήταν μειωμένο κατά 6,29%, σε σχέση με το 2018 εξαιτίας κατά κύριο λόγο των επιπτώσεων της πανδημίας. Υπενθυμίζεται ότι η ύφεση το 2020 ήταν 8,2%.

Οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων συγκλίνουν σε ισχυρά ποσοστά ανάπτυξης τόσο το 2021 όσο και, κυρίως, το 2022 (ενδεικτικά: Ευρωπαϊκή Επιτροπή +4,3% το 2021, +6% το 2022, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: +3,3% το 2021, +5,4% το 2022, Τράπεζα της Ελλάδος: +4,2% το 2021, +5,3% το 2022).

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα για την διετία 2019 - 2020 (σωρευτική ύφεση 6,29%) και τις εκτιμήσεις για το 2021 (ανάπτυξη 3,3% - 4,3%), η κυβέρνηση αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, μια λελογισμένη αύξηση η οποία αντανακλά τις μέχρι τώρα επιδόσεις αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας και δεν βάζει σε κίνδυνο τις επιχειρήσεις και τις θέσεις εργασίας. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2022 (5,3% - 6%) οι οποίες είναι ακόμη πιο ευνοϊκές, θα ληφθούν υπόψη προφανώς, μαζί με τα απολογιστικά στοιχεία που θα υπάρχουν τότε, κατά τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού που θα γίνει το 2022.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα που υπερβαίνουν τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων θα απέβαινε τελικά σε βάρος των ίδιων των εργαζομένων καθώς θα οδηγούσε σε:

Κίνδυνο για τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την πανδημία και λειτουργούν «στο όριο». Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα αυξημένος καθώς οι κλάδοι που επηρεάστηκαν περισσότερο (εστίαση κλπ) έχουν ταυτόχρονα και υψηλό ποσοστό εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Κίνδυνο απολύσεων ή στροφής σε αδήλωτη / υποδηλωμένη εργασία λόγω της δυσκολίας απορρόφησης της αύξησης του εργασιακού κόστους εν μέσω ύφεσης.

Περαιτέρω επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας καθώς στο έντονο πλήγμα που είχε ήδη υποστεί λόγω της οικονομικής κρίσης προστέθηκαν και οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας (μείωση παραγωγικότητας κατά 6,9% και αύξηση μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 7,9% το 2020).

Β. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σήμερα

Στην Ελλάδα ο νομοθετημένος από 1/2/2019 κατώτατος μηνιαίος μισθός για τους υπαλλήλους ανέρχεται στα 650 ευρώ και το ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες στα 29,04 ευρώ. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, αυτό αντιστοιχεί σε 758 ευρώ/μήνα. Με την εγκύκλιο 7613/395-18-02-2019 του Υπουργείου Εργασίας ορίστηκε ότι τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η προ του 2012. Συνεπώς ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (βλ. πίνακα).
Αντίστοιχα από 1-1-2022 ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 663 ευρώ το μήνα (ή 773,5 ευρώ με αναγωγή των 14 μισθών) ενώ με τις τριετίες φθάνει έως και 198,9 ευρώ υψηλότερα. Το κατώτατο ημερομίσθιο από 1-1-2022 διαμορφώνεται σε 29,62 ευρώ.

Οι ισχύοντες και οι νέοι μισθοί για άγαμους και έγγαμους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες με τις τριετίες παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.