Ο Γιώργος Κωνσταντίνου έδωσε συνέντευξη στο Λοιπόν και στην Έλενα Πολυχρονοπούλου και μίλησε για την εμπειρία του στην ταινία «Καλώς ήλθε το δολλάριο» αλλά και το κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές.

-Κύριε Κωνσταντίνου πρωταγωνιστήσατε στο έργο «Καλώς ήλθε το δολλάριο», θέλετε να μας πείτε πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας;

Αυτό το έργο έχει μια ιστορία από πίσω. Αρχικά το είχε παίξει ο Φωτόπουλος στο θέατρο. Έπειτα ο θεατρικός επιχειρηματίας Βασίλης Μπουρνέλλης, αποφάσισε να πάρω τον πρωταγωνιστικό ρόλο εγώ, ο οποίος ήμουν πολύ νέος σε ηλικία, και το έργο να παιχτεί στο Ακροπόλ. Έκανε λοιπόν πολλά έξοδα σε μπαλέτα, σκηνικά κλπ, για να στηθεί μια μεγάλη παράσταση, που θα τα είχε όλα. Όμως επειδή όπως προείπα, εγώ δεν είχα βγει από τα «σπάργανα» σχεδόν, το έργο βγήκε αποτυχία. Αυτός ήταν και ο λόγος που η παράσταση δυστυχώς κατέβηκε. Μετά όμως, ο Αλέκος Σακελλάριος αποφάσισε να το κάνει ταινία. Βρήκε, λοιπόν, μια εταιρεία, την Orwo Hellas, η οποία δεν ζήτησε καθόλου χρήματα, παρά μόνο διαφήμιση, και του έδωσε δωρεάν έγχρωμο φιλμ για να γυριστεί το έργο! Στην Ελλάδα τότε δεν υπήρχαν ακόμα έγχρωμες ταινίες, οπότε ήταν η πρώτη που προβλήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο στη χώρα μας και θεωρώ πως ήταν ένας από τους λόγους που τελικά σημείωσε τεράστια επιτυχία!

-Η συνεργασία σας με τους υπόλοιπους ηθοποιούς του καστ πώς ήταν;

Για εμένα οι ηθοποιοί που έπαιξαν στην ταινία, ήταν ό,τι καλύτερο είχα γνωρίσει, τουλάχιστον μέχρι εκείνο τον καιρό. Για παράδειγμα, η Άννα Καλουτά, η οποία είχε γυρίσει μια σκηνή, που ακόμα και τώρα, όποτε τη βλέπω, γελάω! Κάτσε να σου πω τη σκηνή να γελάσεις κι εσύ! Λοιπόν, έκανα μάθημα αγγλικών στις κοπέλες μέσα στο καμπαρέ που διατηρούσε η Άννα, στο έργο εννοείται, και τους δίδασκα πώς είναι η φράση «ο κήπος είναι ανθηρός», οπότε με άκουσε η «μαντάμ Φούλη», έτσι λεγόταν η Καλουτά στον ρόλο, και μου είπε «Συγγνώμη την πλησιάζει ένας άνθρωπος και της λέει γεια σου, θες να σε κεράσω μια σαμπάνια, στα αγγλικά, και εκείνη τι θα του απαντήσει. ο κήπος είναι ανθηρός;». Ειλικρινά σε αυτή τη σκηνή ήταν εκπληκτική η ερμηνεία της! Επίσης και ο Νίκος Φέρμας, που έκανε τον ιδιοκτήτη του μπαρ, ήταν φανταστικός σε αυτόν τον ρόλο και ο Σωτήρης Μουστάκας, με τον οποίο κάναμε και ένα ντουέτο μαζί! Το έργο ήταν καταπληκτικό και η συνεργασία μου άψογη με όλους σε όλα τα επίπεδα.

-Η συμπρωταγωνίστριά σας, Νίκη Λινάρδου, με την οποία στην ταινία καταλήξατε ως ζευγάρι, πώς ήταν σαν χαρακτήρας;

Ήταν ένα καλό κορίτσι, που αν και σύζυγος του Σακελλάριου, δεν έδειξε ποτέ υπεροψία απέναντι στους υπόλοιπους ηθοποιούς. Υπήρξε ένας πολύ σεμνός άνθρωπος, που δεν έκανε ούτε «σταριλίκια», ούτε προκαλούσε ποτέ με τη συμπεριφορά της. Μου έδειχνε πολύ σεβασμό και αυτό βέβαια προέκυπτε και από το γεγονός ότι έβλεπε πόσο σοβαρά αντιμετώπιζα τη δουλειά μου και τον ρόλο μου, αν και μικρός ηλικιακά. Δημιουργούσα κι εγώ από την πλευρά μου ένα κλίμα επαγγελματισμού, το οποίο γινόταν αντιληπτό από όλους.

-Τα γυρίσματα σε ποιο μέρος έλαβαν χώρα; Πηγαίνατε καθημερινά;

Είχε στηθεί ένα τεράστιο σκηνικό που αναπαριστούσε την Τρούμπα, με δρόμους, αμάξια, μαγαζιά, ούτε στο Χόλιγουντ να ήμασταν! Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα και ως πρωταγωνιστής, ήταν καθημερινή η παρουσία μου. Η ταινία ολοκληρώθηκε σε περίπου δύο μήνες! Το μόνο έργο που τα γυρίσματα κράτησαν σχεδόν έξι μήνες, ήταν το «Γάμος αλά ελληνικά». Ο Βασίλης Γεωργιάδης ήταν ο σκηνοθέτης και ήταν η πρώτη φορά που έκανε κωμωδία! Οπότε, επειδή δεν είχε και την κατάλληλη εμπειρία πάνω στο συγκεκριμένο είδος, όλο κάτι έβρισκε που δεν του άρεσε και άντε πάλι από την αρχή! Με εκείνα και με τ’ άλλα, η ταινία τράβηξε έξι ολόκληρους μήνες και βγήκε διάρκειας έξι ωρών! Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν εξαιρετικό, αλλά κόψαμε πάρα πολλά προκειμένου να μειώσουμε την ώρα της ταινίας και να την κάνουμε δίωρη!

-Η παραγωγή φρόντιζε για την ενδυμασία σας ή την επιμελούσασταν οι ίδιοι οι ηθοποιοί;

Η παραγωγή φρόντιζε για όλα! Σε όσες ταινίες και αν έχω συμμετάσχει, και στο θέατρο, η εκάστοτε παραγωγή, μας παρείχε την ενδυμασία, το μακιγιάζ και γενικώς ό,τι χρειαζόμασταν.