Έχεις μπει υποχρεωτικά σε καθεστώς τηλεργασίας λόγω κορωνοϊού, προσπαθείς να συγκεντρωθείς και να βγάλεις τον όγκο δουλειάς που μοιάζει- και πιθανότατα είναι- μεγαλύτερος από το σύνηθες, οι δείκτες του ρολογιού τείνουν προς το απόγευμα και τη στιγμή που ετοιμάζεσαι να κλείσεις τα αρχεία σου, αρχίζουν να «σκάνε» e- mail.

Τι κάνεις σε αυτήν την περίπτωση; Πριν προλάβεις να σκεφτείς, χτυπάει και το τηλέφωνο σου για κάποιες διευκρινίσεις από τον προϊστάμενο σου, ο οποίος σου δίνει τηλεφωνικό ραντεβού σε δύο ώρες για τον προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. Δεν είναι σενάριο ταινίας, είναι μια πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι- όχι μόνο στην Ελλάδα- οι οποίοι διαπιστώνουν ότι το… όνειρο της εργασίας στην «άνεση» του σπιτιού μετατρέπεται σε εφιάλτη, με τα όρια επαγγελματικής- προσωπικής ζωής να «θολώνουν» επικίνδυνα.

Η πανδημία αναμφίβολα λειτούργησε ως καταλύτης για την εξάπλωση της τηλεργασίας. Ωστόσο, ειδικά στην Ελλάδα όπου αυτό το είδος απασχόλησης έμοιαζε λίγο ως πολύ ως… εξωτικό φρούτο, τα φαινόμενα καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους εργοδοτών κατέστησαν υποχρεωτική τη θεσμοθέτηση κανόνων, πόσο μάλλον όταν κάποιοι εργοδότες παλαιάς κοπής θεωρούν πως είτε κάνουν… χάρη στους τηλεργαζόμενους είτε η δουλειά δεν βγαίνει όπως πρέπει αν δεν έχουν στην «τσίτα» τους τηλεργαζόμενους.

Το αυτονόητο δικαίωμα της αποσύνδεσης έχει θεσμοθετηθεί ήδη στη Γαλλία και την Ιταλία και πλέον εντάσσεται στο ελληνικό νομικό πλαίσιο για την τηλεργασία. Σε τι συνίσταται η αποσύνδεση; Στο δικαίωμά του τηλεργαζόμενου «να απέχει πλήρως από την παροχή της εργασίας του και ιδίως να μην επικοινωνεί ψηφιακώς και να μην απαντά σε τηλεφωνήματα, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία εκτός ωραρίου εργασίας και κατά τη διάρκεια των νόμιμων αδειών του». Επί της ουσίας, πρόκειται για μια βασική προϋπόθεση εφαρμογής ωραρίου εργασίας στους τηλεργαζόμενους, με την πρόβλεψη στο νέο νομοσχέδιο ότι απαγορεύεται κάθε δυσμενής διάκριση σε βάρος τηλεργαζομένου, επειδή άσκησε το δικαίωμα αποσύνδεσης.

Το ζητούμενο για την εφαρμογή αυτών των νέων κανόνων, που «ακουμπάνε» στον πυρήνα των εργασιακών σχέσεων, είναι η δυνατότητα αποτελεσματικών ελέγχων κι εδώ είναι το στοίχημα για τις αρμόδιες υπηρεσίες. «Κλειδί» χαρακτηρίζεται η ψηφιακή κάρτα εργασίας, η οποία στόχο έχει να καταγράφει όλες τις κινήσεις του εργαζόμενου, που σχετίζονται με τα ωράρια εργασίας που έχει συμφωνήσει με τον εργοδότη του, αν και μένει να απαντηθεί από την αναγκαία Υπουργική Απόφαση το πώς θα ελέγχεται ακριβώς η τυχόν συμφωνία περί τηλε-ετοιμότητας, τα χρονικά όρια αυτής και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του εργαζομένου.

Πριν από την πανδημία, ο βαθμός διείσδυσης της τηλεργασίας στα κράτη-μέλη της ΕΕ παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις (ΕΕ-27: 14,4%): σε χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία το μερίδιο των ατόμων που εργάζονταν από το σπίτι τακτικά ή μερικές φορές ήταν πάνω από 30%, ενώ αντίθετα ήταν κάτω από 10% σχεδόν στα μισά κράτη-μέλη της ΕΕ.

Η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά τηλεργαζομένων στην Ευρώπη: το 2019 κατατασσόταν 20ή στην ΕΕ-27 ως προς το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται τακτικά ή κάποιες φορές από το σπίτι (5,2%), με το ποσοστό αυτό να είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-27 (14,4%), αν και έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2009 (4,3%). Επίσης, οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονταν σε ποσοστό 4,9% κάποιες φορές από το σπίτι και 3% τακτικά, ενώ τα ποσοστά για τους μισθωτούς ήταν 2,9% και 1,4% αντίστοιχα.

Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον εργασιακό χώρο ως αποτέλεσμα της πανδημίας, η τηλεργασία παγκοσμίως φαίνεται ότι θα επικρατήσει ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επιστρέψει σταδιακά σε μια νέα κανονικότητα, καθώς οι εργοδότες φαίνεται να έχουν διακρίνει μια ευκαιρία να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα περιορίζοντας τους χώρους γραφείων στους απολύτως αναγκαίους.

Σύμφωνα με ad hoc μελέτη της ΕΚΤ, όπως αναφέρει η ΤτΕ, η «περισσότερη» εργασία από απόσταση αποτελεί την πιο συχνή απάντηση σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στις δραστηριότητες μιας επιχείρησης. Συγχρόνως, το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων δεν πιστεύει ότι η αυξημένη τηλεργασία λόγω των μέτρων περιορισμού οδήγησε σε μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων τους.