Η νοοτροπία των Ελλήνων γύρω από το κάπνισμα φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά, με την πλειοψηφία να θεωρεί ότι το να είσαι καπνιστής στην εποχή μας είναι ξεπερασμένο, μη ελκυστικό και επιβλαβές για τις προσωπικές, φιλικές και κοινωνικές σχέσεις.

Με 70,7% των ερωτηθέντων μη καπνιστών να δηλώνει πως το κάπνισμα αποτελεί μια ξεπερασμένη συνήθεια και 50,5% να συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν (μια διαπίστωση που εκφράζεται τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικιακής κατηγορίας, χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις) είναι προφανές ότι το κάπνισμα, πέρα από βλαβερό, είναι και σαφώς εκτός μόδας.

Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ανέδειξε, μεταξύ άλλων, η έρευνα «Πανδημία, Lockdown και Κάπνισμα-Συνήθειες και Κοινωνικές Τάσεις» της εταιρείας Marc για λογαριασμό της Παπαστράτος που διεξήχθη τον Μάρτιο σε περισσότερα από 1200 νοικοκυριά στα αστικά κέντρα αλλά και την περιφέρεια.

Αυτό που μπορεί να διακρίνει επίσης κάποιος είναι η διαμόρφωση ενός κοινωνικού στίγματος απέναντι στους καπνιστές, που οδηγεί 1 στους 3 (34%) να δηλώνουν πως αισθάνονται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν και ένα 30,6% να διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους.

Αν συνυπολογίσεις στα παραπάνω το γεγονός ότι 61% των μην καπνιστών αναφέρει πως ενοχλείται όταν επισκέπτεται σπίτια καπνιστών γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με καπνό, ότι μια στις δύο οικογένειες (48,9%) δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά στο σπίτι τους και ότι 13,6% των καπνιστών κρύβουν ότι καπνίζουν από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους, είναι φανερό ότι οι καπνιστές νοιώθουν, υπό μια έννοια, περιθωριοποιημένοι.

Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές φαίνεται, τέλος, και από το γεγονός ότι 63% των μη καπνιστών δηλώνουν ότι τους ενοχλεί πολύ ότι ένα συγγενικό ή φιλικό τους πρόσωπο καπνίζει και θα ήθελαν να σταματήσει και ότι 78,9% έχουν προσπαθεί ήδη να πείσουν τους δικούς τους ανθρώπους να το κόψουν.

Σύμφωνα με την άκρως επίκαιρη έρευνα, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μετα-πανδημικής επικαιροποίησης της στρατηγικής της Παπαστράτος για την επίτευξη του στόχου του 1.000.000 λιγότεροι καπνιστές έως το τέλος του 2021 που είχε εξαγγείλει πριν από ένα χρόνο, γίνεται φανερό ότι το συμβατικό κάπνισμα έχει εξελιχθεί σε τεράστιο «αγκάθι» και όσον αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Συγκεκριμένα το 51,7% των καπνιστών με σύντροφο μη καπνιστή δηλώνουν πως η καπνιστική τους συνήθεια ενοχλεί τον/την σύντροφό τους (με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών) και το 49% αναφέρει πως το κάπνισμα αποτελεί ξεκάθαρα αιτία διαφωνιών και καβγάδων μεταξύ του ζευγαριού. Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%, ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.

Όσον αφορά στο τι είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα στο να έχεις σύντροφο καπνιστή, η πιο δημοφιλής απάντηση είναι με διαφορά η οσμή του τσιγάρου στο χώρο (30,7%). Με τον καπνό του τσιγάρου (22,3%) και τη μυρωδιά στα ρούχα/μαλλιά/χέρια (14,9%) να έρχονται να συμπληρώσουν τη σχετική τριάδα.

Συγκεκριμένα οι γυναίκες φαίνονται να ενοχλούνται πολύ περισσότερο από τους άντρες από τη μυρωδιά του τσιγάρου στο χώρο (33,6%) και τη μυρωδιά του καπνού στα ρούχα, τα μαλλιά και τα χέρια (17,5%). Ενώ οι άντρες μη καπνιστές εμφανίζουν ποσοστά ενόχλησης άνω του μέσου όρου όσον αφορά την τάση απομόνωσης της καπνίστριας συντρόφου τους προκειμένου να καπνίσει (8,2%) και τα σταχτοδοχεία που είναι γεμάτα από αποτσίγαρα (7,8%).

Στο lockdown καπνίζουμε περισσότερο λόγω άγχους

Παρότι κάποιος θα περίμενε, με βάσει τα παραπάνω, ότι το ποσοστό των καπνιστών στην Ελλάδα θα συνέχιζε να μειώνεται, αυτό δεν συνέβη την περίοδο της πανδημίας. Συγκεκριμένα ένα ποσοστό 27,2% των ερωτηθέντων καπνιστών δήλωσαν πως καπνίζουν περισσότερο εν μέσω lockdown. Ενώ ένα 7,1%, ξεκίνησαν ξανά το κάπνισμα ενώ το είχαν διακόψει.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της συχνότητας του καπνίσματος παρατηρήθηκαν σε ομάδες όπως τους αυτοαπασχολούμενους (37,4%), τους άνεργους (47,6%) καθώς και στις ηλικίες 21-34 ετών (37,8%). Αναδεικνύοντας ξεκάθαρα την άμεση σύνδεση μεταξύ ανασφάλειας, άγχους και καπνίσματος.

Και αυτό, παρά το γεγονός ότι 84,3% των καπνιστών δηλώνει πως ανησυχεί ότι το κάπνισμα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία τους. Αν και, ένα εντυπωσιακό 18,4%, δεν μπορεί να αναγνωρίσει καν ποιες είναι οι ουσίες στο τσιγάρο που βλάπτουν την υγεία του.

Η έλλειψη ενημέρωσης του κοινού

Το μεγαλύτερο εμπόδιο που φαίνεται ότι αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή, ως κοινωνία, στον αγώνα για το τέλος του τσιγάρου, είναι το τεράστιο έλλειμμα ενημέρωσης του κοινού για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος καθώς και για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις εναλλακτικές, επιστημονικά τεκμηριωμένες, λύσεις.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, 1 στους 2 καπνιστές (51,1%) δηλώνουν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος και την κατάσταση να είναι ακόμη δυσμενέστερη όσον αφορά τους νέους ηλικίας 21-34 καθώς το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 61,7%.

Επιπλέον πάνω από 8 στους 10 καπνιστές (82,9%) αναφέρουν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος και πάνω από 1 στους 2 καπνιστές (51,6%) δηλώνουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού. Ενώ, ακόμη πιο εντυπωσιακό, είναι το 29,2% όσων ήδη χρησιμοποιούν εναλλακτικά προϊόντα που αναφέρουν πως επίσης δεν τις γνωρίζουν ακριβώς.

Ένα έλλειμμα το οποίο ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Marc, Θωμάς Γεράκης, επισημαίνει ως το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας, σχολιάζοντας: «Εδώ αρχίζει και ξετυλίγεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδεικνύει αυτή η έρευνα. Το οποίο, αν του έβαζα ένα τίτλο, θα ήταν έλλειψη ενημέρωσης. Μια έλλειψη πληροφόρησης που θεωρώ ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι καταγράφεται στην έρευνα γιατί είναι πολύ δύσκολο να παραδεχθεί εύκολα κάποιος ότι δεν γνωρίζει κάτι».

Θετική η άποψη των Ελλήνων για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος

Ένα στοιχείο στο οποίο αξίζει να εστιάσουμε είναι ότι τόσο η συντριπτική πλειοψηφία των καπνιστών (88,2%) όσο και του συνόλου των ερωτηθέντων (88,5%) πιστεύει πως θα πρέπει να έχουν αξιόπιστη ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος. Μια άποψη με την οποία συμφωνεί και το 100% των χρηστών εναλλακτικών προϊόντων καπνίσματος, ένα καθολικό δηλαδή ποσοστό αποδοχής που έχει τη δική του προστιθέμενη αξία.

Συγκεκριμένα σχεδόν 1 στους 2 (45,6%) πιστεύει πως είναι λιγότερο βλαβερά για την υγεία σε σχέση με το κάπνισμα, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις ηλικίες 21-34 ετών (60,9%) και στα άτομα ανώτερης/ανώτατης μόρφωσης (51,2%).

Επιπλέον σχεδόν 4 στους 10 (37,4%), έχει ήδη προτείνει σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια εναλλακτική λύση. Ένα ποσοστό που επίσης ανεβαίνει σημαντικά στις ηλικίες 21-34 ετών (52,8%). Κάτι που σημαίνει ότι οι νέοι φαίνονται να έχουν αντιληφθεί ήδη την ευκαιρία που αντιπροσωπεύουν αυτά τα καινοτόμα προϊόντα για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.

Το γεγονός αυτό προκαλεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την προοπτική να καταφέρουν αυτά τα προϊόντα να παίξουν κρίσιμο ρόλο στον αγώνα για τη μείωση και διακοπή του καπνίσματος, σε συνδυασμό με το ότι 6 στους 10 ερωτηθέντες (60,5%) δήλωσαν πως εάν κάποιος κοντά τους χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς καπνό, δεν τους ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα.

Άξιο αναφοράς είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 440.000 χρήστες ενναλακτικών προϊόντων στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και άνω των 300.000 που έχουν επιλέξει το προϊόν της Παπαστράτος που θερμαίνει και δεν καίει τον καπνό, και πρόσφατα αδειοδοτήθηκε από τον Αμερικάνικο Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ως το πρώτο και μοναδικό προϊόν καπνού διαφοροποιημένου κινδύνου σε σχέση με τοτσιγάρο και κατά συνέπεια καλύτερο για τη δημόσια υγεία.

Με οδηγό την επιστήμη και την τεχνολογία

Το κρίσιμο στοιχείο στο αγώνα για τη μείωση ή τη διακοπή του καπνίσματος φαίνεται να είναι και πάλι η επιστήμη, στην οποία και το κοινό φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση. Συγκεκριμένα 9 στους 10 (91,1%) του συνολικού ερωτηθέντος πληθυσμού δηλώνουν πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και η τεχνολογία που βρίσκεται σε αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια άποψη μοιράζεται και το 92,7% των μη καπνιστών που, παρότι δεν έχει σχέση με τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος, φαίνεται επίσης να κατανοεί τη δυνητική αξία τους για τη μείωση της βλάβης του καπνίσματος.

Επιπλέον σχεδόν 6 στους 10 ενήλικες πολίτες (59,6%) δηλώνουν πως θα επέλεγαν πιο εύκολα ή θα πρότειναν σε καπνιστές εναλλακτικά προϊόντα εάν είχαν πιο σαφή ενημέρωση για τα επιστημονικά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από το κάπνισμα (ένα ποσοστό που εκτοξεύεται στο 70,2% στις ηλικίες 21-34 ετών).

Αποδεικνύοντας ότι η αξιοποίηση της επιστήμης, μέσω της ενημέρωσης του κοινού, αποτελεί μονόδρομο προκειμένου να καταφέρουμε να φτάσουμε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, στο τέλος του τσιγάρου.