Αν πιστέψει κανείς τις προβλέψεις του ΔΝΤ- που κατά γενική ομολογία δεν έχει ιδιαίτερη επιτυχία στις εκτιμήσεις του εδώ και πολύ καιρό- η Ελλάδα θα πετυχαίνει χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέσα στην επόμενη πενταετία, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των Ευρωπαίων.

Μετά το σοκ της πανδημίας, που οδήγησε αύξηση των δημόσιων δαπανών και μείωση των εσόδων με αποτέλεσμα ένα πρωτογενές έλλειμμα 7%, για το 2021 το Ταμείο υπολογίζει ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι ελαφρώς βελτιωμένο και συγκεκριμένα ελλειμματικό κατά 6%. Σημειωτέον ότι ανάλογη εκτίμηση (-5,5%) έκανε χθες και η Τράπεζα της Ελλάδας και απομένει η υποβολή του Προγράμματος Σταθερότητας για να διαπιστωθεί πόσο αναθεώρησε την αρχική εκτίμηση του 3,88% και το Υπουργείο Οικονομικών. Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονεί κανείς ότι το κόστος των φετινών μέτρων στήριξης θα είναι διπλάσιο από το αρχικό “πακέτο” των 7,5 δισ ευρώ.

Το πρόβλημα δεν είναι, όμως, η φετινή χρονιά ούτε καν το 2022, που θα παραμείνει σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και το ΔΝΤ προβλέπει οριακό πρωτογενές πλεόνασμα 0,3%. Το πρόβλημα υπάρχει στο διάστημα 2023- 2026, όπου το Ταμείο υπολογίζει ότι η Ελλάδα θα πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 1%, 1,2%, 1,3% και 1,5% αντιστοίχως. Επί του παρόντος, η Ελλάδα παραμένει σε καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας, ενώ η πανδημία «πάγωσε» το σχεδιασμό διεκδίκησης χαμηλότερων στόχων πλεονασμάτων από τους Ευρωπαίους, καθώς η υποχρέωση για 3,5%, με σταδιακή αποκλιμάκωση στο 2,2% χαρακτηρίζεται ως «αντιαναπτυξιακή».

Η εκτίμηση αυτή του ΔΝΤ πάει χέρι- χέρι με τους υπολογισμούς για το Χρέος, το οποίο υποχωρεί φέτος στο 210,1% από 213,1% το 2020, για να επιστρέψει στα προ Covid επίπεδα το 2025. Ο συνδυασμός υψηλού Χρέους- χαμηλών πλεονασμάτων- υψηλών δανειακών αναγκών, θεωρητικά περιορίζει τα περιθώρια φοροελαφρύνσεων, κάτι που επισημαίνει και η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας.