Τίτλοι τέλους μπαίνουν σήμερα για μία ιστορική ελληνική βιομηχανία, την Pitsos, η οποία παύει οριστικά την παραγωγική της διαδικασία.

Πρόκειται για ένα σοβαρό πλήγμα με άμεσο αντίκτυπο την απώλεια των 273 θέσεων εργασίας αλλά και έναν συμβολισμό σε μία περίοδο που η χώρα θέλει να κάνει στροφή στην βιομηχανία αλλά και τις νέες επενδύσεις.

Η ιστορία της βιομηχανίας

Για να αντιληφθούμε πόσο μακρά είναι η ιστορία της Pitsos αρκεί να αναλογιστούμε ότι δημιουργήθηκε μόλις… 22 χρόνια μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος του Μοριά έφυγε από τη ζωή το 1843 και η επιχείρηση δημιουργήθηκε το 1865.

Η ομώνυμη οικογένεια Πίτσος ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα με ένα μαγαζάκι κατασκευής μικρών οικιακών συσκευών και θερμοσιφώνων λαδιού, επί της οδού Περικλέους.

Οι κάτοικοι της περιοχής πήγαιναν εκεί και αγόραζαν μεταξύ άλλων ψυγειάκια νερού με βρυσάκι τα οποία κρέμαγαν στον τοίχο, θερμάστρες της εποχής και αργότερα γκαζιέρες.

Η έλευση του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα οδηγεί τον διορατικό Πίτσο στο να προχωρήσει σε παραγωγή «λευκών συσκευών» που θα μπουν από τότε σχεδόν σε κάθε σπίτι στη χώρα. Από το 1959 που ξεκίνησε και την παραγωγή ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, η γραμμή παραγωγής έφερε σε εκατομμύρια σπίτια συσκευές με τη σφραγίδα και την ποιότητα της Pitsos.
pitsos-diafimiseis-54

Από τη νέα γραμμή παραγωγής στο εργοστάσιο στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη θα δημιουργηθεί το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο στην Ελλάδα και θα ακολουθήσουν οι καταψύκτες και οι κουζίνες. Λίγο αργότερα τα προϊόντα θα πολλαπλασιαστούν με την επιχείρηση να πουλάει πλέον ακόμη και ασπρόμαυρες τηλεοράσεις.

Το 1976 ο Απόστολος Πίτσος, ο άνθρωπος που μετασχημάτισε την επιχείρηση αποφασίζει να πουλήσει το πλειοψηφικό πακέτο της επιχείρησης στους Γερμανούς στη Siemens που εκείνον τον καιρό εξαπλωνόταν σε δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο. Τα χρόνια περνούν και στα χρόνια της ευμάρειας κάθε ελληνικό σπίτι εξοπλιζόταν με συσκευές Pitsos.

Το όνομα «Πίτσος» που αποτελούσε μέχρι πρότινος ένα αρκετά ισχυρό brand στην αγορά θα μετονομαστεί το 1996 σε BSP ΑΒΕ, από τα αρχικά των προϊόντων Bosch, Siemens και Pitsos), ενώ το 2001 η ταμπέλα θα αλλάξει σε «BSH Οικιακές Συσκευές». Το έτος 2005 η εγχώρια μονάδα παραγωγής φθάνει να πουλάει 400.000 προϊόντα ετησίως, εκ των οποίων το 30% προορίζεται για εξαγωγή – κυρίως στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Τα ετήσια έσοδα είναι της τάξης των 308 εκατομμυρίων ευρώ. Οι Gaggenau και Neff εντάχθηκαν στην εταιρεία το 1998 και το 2002 αντίστοιχα.

Η οικονομική κρίση του 2010, όμως, θα πλήξουν εμφανώς την εταιρεία. Σταδιακά ξεκινά η οικονομική συρρίκνωση. Τα έξοδα μειώνονται αναγκαστικά ενώ εμφανίζονται και τα πρώτα προβλήματα στις μισθοδοσίες. Το 2017 θα γίνει η τέταρτη εθελούσια έξοδος των απασχολούμενων.

Σε κάθε περίπτωση οι μηχανές στα δύο εργοστάσια (Pitsos και Pipelife Hellas στην Θήβα) αναμένεται να σιγήσουν σήμερα και να γίνουν οι τελευταίες «εκκαθαρίσεις» στο πλαίσιο της απόφασης των δύο εταιρειών, της γερμανικής BSH και της Pipelife International μέλος του ομίλου Wienerberger, να διατηρήσουν αμιγώς εμπορική παρουσία στη χώρα μας μεταφέροντας την παραγωγή στα εργοστάσια που διατηρούν σε όμορες χώρες.

Οριστικό λουκέτο

Σε κάθε περίπτωση οι μηχανές στα δύο εργοστάσια (Pitsos και Pipelife Hellas στην Θήβα) αναμένεται να σιγήσουν σήμερα και να γίνουν οι τελευταίες «εκκαθαρίσεις» στο πλαίσιο της απόφασης των δύο εταιρειών, της γερμανικής BSH και της Pipelife International μέλος του ομίλου Wienerberger, να διατηρήσουν αμιγώς εμπορική παρουσία στη χώρα μας μεταφέροντας την παραγωγή στα εργοστάσια που διατηρούν σε όμορες χώρες.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως ειδικά στην περίπτωση του εργοστασίου της Pitsos εξακολουθεί να υπάρχει μία χαραμάδα ελπίδας για εν μέρει επαναλειτουργία του εργοστασίου στου Ρέντη, εφόσον γίνει αποδεκτή απ’ την BSH η πρόταση που έχει υποβάλει η Πυραμίς Μεταλλουργία της οικογένειας Μπακατσέλου. Μία πρόταση, που έχει την υποστήριξη των εργαζομένων της Pitsos, όπως φάνηκε απ’ την επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό δηλώνοντας ότι «οι εργαζόμενοι στηρίζουμε κάθε επενδυτική πρόταση για παραμονή του εργοστασίου και διατήρηση των θέσεων εργασίας».