Νέα ερευνητική επανεξέταση που διενεργήθηκε υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου Oxford Brookes και δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Psychology βρήκε ότι μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που επιβίωσαν της COVID-19 θα υποστεί νευροψυχιατρικές και γνωστικές επιπλοκές.

Οι επιστήμονες αξιολόγησαν δημοσιευμένες ερευνητικές εργασίες για να μάθουν περισσότερα σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της λοίμωξης από SARS-COV-2 στον εγκέφαλο, αλλά και σε ποιο βαθμό θα πρέπει οι άνθρωποι να περιμένουν ότι θα βιώσουν βραχυπρόθεσμα ή μακροχρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως αναφέρει το ygeiamou.

Ποικιλία ψυχιατρικών προβλημάτων

Η μελέτη βρήκε ότι βραχυπρόθεσμα αναφέρθηκε μια μεγάλη ποικιλία νευροψυχιατρικών προβλημάτων. Ενδεικτικά, σε μία από τις μελέτες που εξετάστηκαν, το 95% των κλινικά σταθερών ασθενών με COVID-19 έπασχε από διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), ενώ άλλες μελέτες διαπίστωσαν ότι 17-42% των ασθενών βίωναν συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.

Τα βασικά βραχυπρόθεσμα γνωστικά προβλήματα φάνηκε πως ήταν η διαταραχή στην προσοχή (αναφέρθηκε από το 45% των ασθενών) και στη μνήμη (13-28% των ασθενών).

Μακροπρόθεσμα, τα νευροψυχιατρικά προβλήματα αφορούσαν κυρίως συναισθηματικές διαταραχές και κόπωση, καθώς και διαταραχή στην προσοχή (αναφέρθηκε από το 44% των ασθενών) και τη μνήμη (28-50% των ασθενών).

Σημαντικές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας από τις διαταραχές ψυχικής υγείας

«Η κατανόηση των νευροψυχιατρικών και γνωστικών συνεπειών της COVID-19 είναι σημαντική, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι μολύνονται από τον κορωνοϊό και πολλές περιπτώσεις δεν εντοπίζονται. Οι καταστάσεις αυτές επηρεάζουν την ικανότητα των ανθρώπων να εργάζονται αποτελεσματικά, να οδηγούν, να διαχειρίζονται τα οικονομικά, να λαμβάνουν επικαιροποιημένες αποφάσεις και να συμμετέχουν στις καθημερινές οικογενειακές δραστηριότητες. Ακόμα και αν ένα μικρό τμήμα των ασθενών βιώνει νευροψυχιατρικές επιπλοκές, οι επιπτώσεις στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας θα είναι σημαντικές», σημειώνει ο Δρ. Sanjay Kumar, λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Oxford Brookes.

Οι ακαδημαϊκοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι πιθανότατα θα υπάρξει αύξηση στους ασθενείς με ψυχιατρικά και γνωστικά προβλήματα που κατά τα άλλα ήταν υγιείς πριν τη λοίμωξη από COVID-19.

«Η λεπτομερής γνωστική αξιολόγηση και η ενδελεχής παρακολούθηση των ασθενών θα πρέπει να ενσωματωθεί στις ιατρικές διαδικασίες προκειμένου να ανιχνεύουμε νέα νευρολογικά περιστατικά. Έτσι θα δώσουμε τη δυνατότητα και στους παρόχους υγείας να σχεδιάσουν επαρκή προγράμματα φροντίδας και πόρους και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής για πολλούς επιβιώσαντες από COVID-19. Πάντως, αυτά είναι πρώιμα ευρήματα και πρέπει να μάθουμε πολλά περισσότερα καθώς η έρευνα στον τομέα προχωρά», τονίζει ο Δρ. Kumar.

Με την σειρά της, η επίσης συγγραφέας της μελέτης και συμβουλευτική ψυχολόγος του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας, Δρ. Tina Malhotra καταλήγει πως «βλέπουμε ήδη μια επίπτωση της νόσου στην ψυχική υγεία. Οι ασθενείς παρουσιάζουν εκτεταμένο σύνδρομο COVID-19, το οποίο περιλαμβάνει κόπωση, γνωστικά προβλήματα και ποικιλία ψυχιατρικών προβλημάτων. Εκτιμάται ότι τα προβλήματα αυτά θα παρουσιαστούν σε έναν στους πέντε ανθρώπους με COVID-19. Η διαχείριση τέτοιων ασθενών στις κλινικές αποκατάστασης από COVID-19 θα πρέπει να περιλαμβάνουν και διεπιστημονική ομάδα στην οποία θα συμμετέχουν και ψυχίατροι».