Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε το βράδυ της Τρίτης σε συζήτηση με τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, με αντικείμενο τον ρόλο της καινοτομίας στην ανάπτυξη μετά την πανδημία, στο πλαίσιο του ψηφιακού συνεδρίου «Innovative Greeks» που συνδιοργανώνουν ο ΣΕΒ και η Endeavor Greece.

Τη διαδικτυακή συνομιλία συντόνισε η Πρόεδρος της Endeavor Greece Κωστάντζα Σμπώκου-Κωνσταντακοπούλου.

Ακολουθεί ο διάλογος του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο του ΣΕΒ και την Πρόεδρο της Endeavor Greece σε ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά:

Δημήτρης Παπαλεξόπουλος: Ευχαριστούμε που βρίσκεστε μαζί μας κ. Πρωθυπουργέ. Επί δεκαετίες προκαλεί θλίψη ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει καταφέρει να επωφεληθεί ούτε κατά προσέγγιση όσο θα μπορούσε από την ευμεγέθη και επιτυχημένη ελληνική διασπορά. Και αυτό, βεβαίως, δεν οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος ή καλής προαίρεσης από τους Έλληνες στο εξωτερικό. Οι ποιότητα των συνομιλητών που είδαμε νωρίτερα και δέχτηκαν τόσο πρόθυμα να συμμετάσχουν σε αυτό το συνέδριο, το γεγονός ότι 10.000 Έλληνες έχουν ήδη εγγραφεί ώστε να εμπλακούν στην πλατφόρμα του innovative Greeks, το καταδεικνύει αυτό εκ νέου. Άρα τα προβλήματα είναι ξεκάθαρα βαθύτερα και πιο συστημικά. Επομένως θα ήθελα να σας θέσω ότι το timing είναι το καλύτερο έως σήμερα για αποφασιστική ρήξη με το παρελθόν. Οι βαθιές αλλαγές φέρνουν νέες ευκαιρίες. Η πρόσβαση στην τεχνολογία εκδημοκρατίζεται. Τοπικά οικοσυστήματα αναπτύσσονται, η χρηματοδότηση είναι πιο εύκολα διαθέσιμη και η εύκολη συνδεσιμότητα φέρνει μία μεγάλη ώθηση. Η κοινότητα που συγκροτήθηκε, και είναι επίπονο αυτό, από το brain drain κατά την τελευταία δεκαετία, επιτρέπει να γίνουν πράγματα κατά κάποιο τρόπο και ακόμα και η πανδημία είναι χρήσιμος επιταχυντής.

Η κυβέρνηση και εσεις προσωπικά έχετε δείξει ότι αναγνωρίζετε αυτές τις προκλήσεις και ευκαιρίες και έχετε δράσει σε αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα με το οποίο θα ήθελα να ξεκινήσω είναι: Που πρέπει να στοχεύουμε; Σε μια βελτίωση της τάξεως του 10% ή πολλαπλάσια αυτής; Πως μπορούμε να υπερβούμε την περίφημη ελληνική πραγματικότητα και να αναβαθμιστούμε ουσιαστικά ως χώρα;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Κωστάντζα, Δημήτρη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ευκαιρία που μου δίνετε να συμμετάσχω σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή συζήτηση. Βλέπω ότι χιλιάδες άτομα παρακολουθούν από ολόκληρο τον κόσμο, κάτι που είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό καθώς δείχνει το ενδιαφέρον που υπάρχει για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Κι αυτό για μένα είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι αισιοδοξίας, σε ό,τι αφορά την δυνατότητα που έχουμε να πάμε τη χώρα μπροστά με μεγάλα άλματα. Η κυβέρνησή μας δεν είναι μια κυβέρνηση που εστιάζει στην σταδιακή αλλαγή, αλλά οι φιλοδοξίες μας είναι πιο ουσιαστικές. Θεωρώ πως έχουμε μια ευκαιρία -που παρουσιάζεται μια φορά σε κάθε γενιά- να μεταμορφώσουμε εντελώς τη χώρα, τη δομή της οικονομίας της, αλλά και τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας, τη σχέση μας με το κράτος, αλλά και τις ευκαιρίες που δίνουμε στους πολίτες να αναπτυχθούν και να προοδεύσουν.

Και για να κάνω μια σύνδεση και με τον τίτλο του οργανισμού που στηρίζει αυτή τη διαδικτυακή συζήτηση, μπορούμε να μετατρέψουμε τους «Έλληνες που καινοτομούν» σε μια «Ελλάδα που καινοτομεί»; Τι είναι αυτό που κάνει τους Έλληνες να διαπρέπουν στο εξωτερικό, ενώ όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα ή όσοι μένουν στην Ελλάδα, νιώθουν ένα περιορισμό από ένα σύστημα που δεν τους επιτρέπει να απελευθερώσουν την δημιουργικότητά τους. Θεωρώ πως αυτό είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουμε. Και πρέπει να είμαστε σαφείς και αποφασιστικοί στον τρόπο με τον οποίο θα δράσουμε. Θα πρέπει να σκεφτούμε τα πράγματα με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν πρόκειται να δούμε ριζικές αλλαγές στην χώρα, αν συνεχίσουμε να κάνουμε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που τα κάναμε στο παρελθόν.

Αναφερθήκατε στην πανδημία, η οποία στο μέσον μιας τρομερής υγειονομικής κρίσης είναι παράλληλα και μια εκπληκτική ευκαιρία να μεταμορφώσουμε δραστικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε στο επίπεδο του δημόσιου τομέα, να θέσουμε ως προτεραιότητα την δημόσια υγεία, αναγνωρίζοντας την ως μια σημαντική αξία, αλλά και ως ένα βασικό μέλημα σε επίπεδο πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να φροντίσουμε να απελευθερώσουμε τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που απο τη φύση τους φέρνουν αλλαγές. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα που σίγουρα θα αναφερθούν καθώς προχωρά η συζήτηση. Αναφέρθηκε σε προηγούμενο πάνελ το παράδειγμα της Εσθονίας, η οποία κάποια στιγμή έθεσε τον πήχη της ψηφιακής διακυβέρνησης πολύ ψηλά. Αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω επίσης, πως αυτό που συμβαίνει αυτή την στιγμή στην Ελλάδα με όρους ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους είναι απολύτως πρωτοποριακό. Επί χρόνια μιλούσαμε για την ανάγκη να διευκολύνουμε τις συναλλαγές πολιτών και επιχειρήσεων με το κράτος. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, ο στόχος μας επιτεύχθηκε και υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να κάνουμε. Αλλά έχουμε αποδείξει πως αυτό είναι κάτι που όντως μπορούμε να το κάνουμε.

Δείτε ενδεικτικά τον τρόπο με τον οποίο προχωρά το πρόγραμμα εμβολιασμού της χώρας. Είναι πλήρως ψηφιακό. Επικοινωνούμε με τους πολίτες μέσω SMS. Κλείνουν το ραντεβού τους και αν χρειαστεί να αλλάξουν την ημερομηνία, μπορούν να το κάνουν διαδικτυακά. Και όταν επισκεφθούν τα εμβολιαστικά κέντρα που έχουμε δημιουργήσει, τους αντιμετωπίζουμε με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Και όλοι φαίνονται πολύ ευχαριστημένοι με τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται αυτή η ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία.

Το λέω αυτό γιατί είναι πολύ σημαντικό αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε τη χώρα, και μάλιστα με όρους πολλαπλασιασμού των μεγάλων δυνατοτήτων της και όχι μιας βελτίωσης κατά 10%, όπως είπατε, θα πρέπει να χτίσουμε εμπιστοσύνη ανάμεσα στο κράτος, τους πολιτικούς και τους πολίτες, κάτι που σίγουρα δεν υπήρχε για πολλές δεκαετίες. Και ασφαλώς αυτό το επίπεδο εμπιστοσύνης είχε θρυμματιστεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Πιστεύω πραγματικά στην εμπιστοσύνη ως ένα κοινωνικό κεφάλαιο που ωθεί τις χώρες μπροστά. Και θεωρώ πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρά τις σημαντικές δυσκολίες, κάναμε σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Κωστάντζα Σμπώκου-Κωνσταντακοπούλου: Αρχής γενομένης από το 2017, ο αριθμός των Ελλήνων που μεταναστεύουν στο εξωτερικό σταθεροποιήθηκε αλλά και ο αριθμός των Ελλήνων που επιστρέφουν στην πατρίδα τους αυξήθηκε. Πέρυσι σχεδόν 130.000 Έλληνες επέστρεψαν και οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι με πτυχία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Επομένως έχουμε ενδείξεις ότι κινούμαστε από το brain drain στο brain regain. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το πώς θα μπορούσαμε να επιταχύνουμε αυτή την τάση;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Όπως γνωρίζετε και όπως γνωρίζουν πολλοί φίλοι μας που παρακολουθούν αυτή τη συζήτηση, πολλοί νέοι και ταλαντούχοι άνθρωποι χρειάστηκε να φύγουν από την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών. Έφυγαν αρχικά είτε επειδή δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα, είτε επειδή οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας δεν ικανοποιούσαν αυτούς που επέλεξαν να φύγουν από την Ελλάδα προς διάφορες κατευθύνσεις. Πιστεύω πως το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς που έφυγαν σκέφτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα είναι πολύ ενθαρρυντικό. Και μάλιστα θα το κάνουν για διάφορους λόγους. Προφανώς η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί να δημιουργήσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας που ικανοποιούν τις φιλοδοξίες των ανθρώπων που μπορεί να επιλέξουν την επιστροφή τους στην Ελλάδα, καθώς τώρα έχουν την ευκαιρία να αναζητήσουν την απασχόλησή τους στην πατρίδα τους.

Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας στους τομείς εκείνους όπου η χώρα έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Πιστεύω πως αν κάποιος αποφασίσει να επιστρέψει μετά από χρόνια διαμονής στο εξωτερικό, δεν θα εστιάσει μόνο στη δουλειά που μπορεί να έχει στην Ελλάδα. Θα συνυπολογίσει επίσης το ευρύτερο πλαίσιο. Θα συνυπολογίσει ζητήματα όπως η ποιότητα ζωής, κατά πόσο η χώρα μας είναι αξιοκρατική. Στο τέλος της ημέρας θα είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας, αλλά και στις μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες στη χώρα.

Και θεωρώ πως ο λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι σκέφτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα είναι επειδή πιστεύουν ειλικρινά -και πραγματικά εγώ συμμερίζομαι αυτή την πεποίθηση- ότι έχουμε γυρίσει σελίδα και είμαστε στην αφετηρία ενός κύκλου μακροπρόθεσμης ανάπτυξης που μπορεί πραγματικά να οδηγήσει στον μετασχηματισμό της χώρας.