Στον εμβολιασμό έχουν εναποθέσει οι κυβερνήσεις τις ελπίδες τους για να καταπολεμήσουν τη νόσο COVID-19.

Όπως αναφέρει στο The Conversation η Sheena Cruickshank, καθηγήτρια Βιοϊατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, η επιστήμη της Ανοσολογίας ερευνά ίσως το μεγαλύτερο ερώτημα σχετικά με την ανοσία κατά του ιού SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19: ο εμβολιασμός και η νόσηση από τον ιό αρκούν για να επιτευχθεί ανόσια; Τα νέα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά.

Για να καταλάβουμε, όμως, πως λειτουργεί η ανοσία και για ποιο λόγο βρίσκεται υπό διερεύνηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τη φύση του ιού SARS-CoV-2. Πρόκειται για έναν τύπο κορωνοϊού, όπως για παράδειγμα τέτοιοι είναι υπεύθυνοι για το κοινό κρυλόγημα και προϋπάρχουν ήδη στη ζωή μας. Παρόλα αυτά, η ανοσία στο κοινό κρυολόγημα δεν κρατάει για πάντα, πράγμα που προβληματίζει πολλούς ερευνητές και για τον SARS-CoV-2 και το αν είναι εφικτή η ανοσία σε διάρκεια. Ωστόσο, οι έρευνες που έχουν ήδη γίνει σε άλλους κορωνοϊούς, όπως αυτοί που προκαλούν το Αναπνευστικό Σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (MERS) και το Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS) δείχνουν ότι η ανοσία έχει διάρκεια σε ικανό εύρος χρόνου.

Πώς λειτουργεί το ανοσοποιητικό μας σύστημα

Για να καταλάβουμε πώς αποκτούμε ανοσία στην COVID-19, θα πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Τα πρώτα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος είναι σχεδιασμένα να επιτίθενται στους «εισβολείς», να ελέγχουν την εξάπλωσή τους στο σώμα και να περιορίσουν την ζημιά. Τα ανοσοκύτταρα που σπεύδουν αργότερα και είναι υπεύθυνα για την ανοσία είναι τα Β-λεμφοκύτταρα και τα Τ-λεμφοκύτταρα. Τα λεμφοκύτταρα χρειάζονται χρόνο για να αναγνωρίσουν τον κίνδυνο, όμως, αφού εκπαιδευτούν μπορούν γρήγορα να τον εντοπίσουν και να τον αντιμετωπίσουν.

Τα Τ και Β λεμφοκύτταρα πολεμούν μαζί τον παθογόνο οργανισμό. Τα Β λεμφοκύτταρα παράγουν τα αντισώματα που«κολλάνε» πάνω στα παθογόνα και βοηθούν το σύστημα να τα καταστρέψει. Τα Τ-λεμφοκύτταρα χωρίζονται σε δύο είδη- στα βοηθητικά Τ-κύτταρα και στα κυτταροτοξικά Τ. Τα βοηθητικά Τ-λεμφοκύτταρα λειτουργούν υποστηρικτικά στα Β-λεμφοκύτταρα και στα κυτταροτοξικά. Τα κυτταροτοξικά σκοτώνουν αμέσως τους ιούς και τα κύτταρα που έχουν ήδη μολύνει, είναι οι εκτελεστές, τα κύτταρα «φονείς». Προηγούμενες έρευνες έχουν αναδείξει τον σημαντικό ρόλο αυτών των κυττάρων στη μάχη κατά της COVID-19. Όταν παρέλθει η μόλυνση, τα κύτταρα αυτά πεθαίνουν έτσι ώστε να μην προκαλέσουν επιπλέον ζημιά στο σώμα.

Όμως κάποια από αυτά τα κύτταρα επιμένουν. Σε ένα πρώτο δείγμα έρευνας το οποίο αναμένεται να διερευνηθεί, τα Τ-λεμφοκύτταρα έχουν εντοπιστεί έως και έξι μήνες μετά τη μόλυνση. Παρομοίως, ακόμα και οι ασθενείς που εμφάνισαν ήπια συμπτώματα της νόσου COVID-19 είχαν ανιχνεύσιμα αντισώματα έξι έως εννιά μήνες μετά την μόλυνση. Παρόλα αυτά, τα αντισώματα όντως φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου, οπότε τα αντισώματα ενάντια στον SARS-CoV-2 θα μπορούσαν εν τέλει να εξαφανιστούν.

Τα κύτταρα «μνήμης» ως ασπίδα προστασίας

Με αυτά τα νέα ευρήματα όμως, υπάρχει αισιοδοξία στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με την θωράκιση από την επαναμόλυνση. Τι συμβαίνει όμως όταν τα λεμφοκύτταρα τελικά λιγοστεύουν; Όταν τα λεμφοκύτταρα έχουν ήδη αντιμετωπίσει έναν παθογόνο οργανισμό, μια ομάδα κυττάρων το θυμάται και κρατά αυτή την πληροφορία για μελλοντικές επαναμολύνσεις. Αυτά τα κύτταρα «μνήμης» επιστρατεύονται άμεσα εάν εντοπιστεί ο ίδιος «εισβολέας».

Τα κύτταρα «μνήμης» του ανοσοποιητικού είναι πανίσχυρα και ανθεκτικά στο χρόνο με τις μελέτες να επιβεβαιώνουν ότι η μνήμη των Β-λεμφοκυττάρων για την ευλογιά επέμεινε για περίπου 60 χρόνια μετά τον εμβολιασμό και για την ισπανική γρίπη αντοχή έως και 90 χρόνια μετά την πανδημία του 1918. Ευτυχώς, τα κύτταρα μνήμης είναι εύκολο να αναγνωριστούν λόγω της δομής τους και της πρωτεΐνης τους, η οποία είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στην επιφάνειά τους.

Πώς αντιδρούν τα κύτταρα «μνήμης» στη νόσο COVID-19;

Η μέχρι τώρα έρευνα για τη νόσο COVID-19 δείχνει ότι τα κύτταρα «μνήμης» αντέχουν από έξι έως εννέα μήνες μετά την μόλυνση, ενώ μια άλλη πρώιμη έρευνα αποδεικνύει την αντίδραση των κυττάρων «μνήμης» Β. Επιπλέον, μια μελέτη που διεξήχθη στη Βρετανία σε υγειονομικούς που είχαν ήδη νοσήσει και αφορούσε το δεύτερο κύμα της πανδημίας, έδειξε ότι είτε ήταν ασφαλείς από μια επαναμόλυνση ή ήταν ασυμπτωματικοί φορείς της νόσου σε μια πιθανότητα επαναμόλυνσης. Τα αποτελέσματα αυτά δίνουν ελπίδες στους επιστήμονες σχετικά με την ανθεκτικότητα και την πιθανότητα της ανοσίας.

Συμπερασματικά, η ανθεκτικότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος και η ανοσολογική αντίδραση ήδη εννιά μήνες μετά την μόλυνση από τη νόσο COVID-19 , δίνει ελπίδες στους επιστήμονες ότι και με το εμβόλιο υπάρχουν αρκετές ελπίδες νίκης επί της νόσου.

Πηγή: ygeiamou.gr