Νέα επιστημονική μελέτη υποστηρίζει πως η ποικιλία μικροβίων που απαρτίζουν το μικροβίωμα του εντέρου αποτελεί τον καθρέπτη της υγείας του και συνδέεται με τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό.

Το εντερικό μικροβίωμα συντίθεται από βακτήρια, ιούς και άλλα μικρόβια που διαβιούν στην πεπτική οδό και η σύνθεση και ισορροπία τους αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την υγεία και τον κίνδυνο διάφορων παθήσεων.

Στην παρούσα μελέτη, λοιπόν, που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα κοπράνων και αίματος από 567 άνδρες σε έξι πόλεις των ΗΠΑ (μέσης ηλικίας 84 ετών), με την υγεία των περισσότερων να χαρακτηρίζεται ως καλή ή εξαιρετική, όπως αναφέρει το ygeiamou.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια βρήκαν ότι η σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος των ανδρών συνδεόταν με τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους, η οποία είναι σημαντική για την οστική υγεία και την ανοσία.

Η βιταμίνη D υποβάλλεται σε δύο βήματα μετατροπής για να γίνει ενεργή. Αρχικά μετατρέπεται στο ήπαρ σε καλσιδιόλη και μετά μετατρέπεται σε καλσιτριόλη -τη δραστική μορφή της βιταμίνης D- κυρίως στους νεφρούς. Συνήθως στις εξετάσεις αίματος μετριέται η μη δραστική πρόδρομη μορφή της βιταμίνης D.

«Εντυπωσιαστήκαμε όταν βρήκαμε ότι η ποικιλία του μικροβιώματος -δηλαδή η ποικιλία των βακτηριακών ειδών που βρίσκονται στο έντερο ενός ανθρώπου- σχετιζόταν στενά με την ενεργή βιταμίνη D και όχι την πρόδρομη μορφή της. Η μεγαλύτερη ποικιλία στο εντερικό μικροβίωμα πιστεύεται πως σχετίζεται με καλύτερη υγεία γενικότερα», αναφέρει χαρακτηριστικά η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Deborah Kado, διευθύντρια της Κλινικής Οστεοπόρωσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.

Οι επιστήμονες βρήκαν, επίσης, ότι 12 συγκεκριμένα είδη βακτηρίων ήταν πιο συχνά στο εντερικό μικροβίωμα των ανδρών με επαρκή επίπεδα ενεργούς μορφής βιταμίνη D. Τα περισσότερα από αυτά τα 12 είδη παράγουν ένα λιπαρό οξύ που λέγεται βουτυρικό και το οποίο βοηθά στη διατήρηση της υγείας του εντέρου.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και τον υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου, καρδιακών παθήσεων, πιο σοβαρής λοίμωξης από την COVID-19 και διάφορων άλλων παθήσεων.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη έως τώρα τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή (με περισσότερους από 25.000 ενήλικες), όμως, συμπεραίνει ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D δεν έχει καμία επίδραση στην υγεία γενικότερα, στην οστική υγεία πιο συγκεκριμένα αλλά ούτε και στον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και καρκίνου.

«Η μελέτη μας υποδεικνύει ότι τα συμπεράσματα αυτά μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι οι προηγούμενες μελέτες μέτρησαν μόνο την πρόδρομη μορφή της βιταμίνης D και όχι την ενεργή μορφή της. Η μέτρηση του σχηματισμού και της διάσπασης της βιταμίνης D μπορεί να αποτελούν καλύτερους προγνωστικούς παράγοντες για υποκείμενα προβλήματα υγείας, αλλά και για το ποιοι άνθρωποι θα ανταποκριθούν καλύτερα στα συμπληρώματα βιταμίνης D», προσθέτει η Δρ. Kado και καταλήγει:

«Στην ιατρική διαπιστώνουμε συχνά ότι η μεγαλύτερη ποσότητα δεν είναι απαραιτήτως και καλύτερη. Η περίπτωση που εξετάζουμε τώρα, λοιπόν, ίσως να μην έχει να κάνει με το πόση βιταμίνη D παρέχετε στον οργανισμό σας, αλλά με το πώς το σώμα σας τη χρησιμοποιεί».