Η φυσική ανοσία απέναντι στο νέο κοροναϊό μετά από ανάρρωση -όχι η τεχνητά προκαλούμενη ανοσία μέσω εμβολιασμού – μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες, σύμφωνα με δύο νέες μελέτες Αμερικανών επιστημόνων.

Το πόσο ακριβώς μπορεί να είναι η διάρκεια της φυσικής ανοσίας (χωρίς εμβόλιο) είναι δύσκολο να προβλεφθεί, επειδή οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη ποια ακριβώς επίπεδα των διαφόρων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος χρειάζονται για να προστατεύσουν από το νέο ιό. Πάντως τόσο οι νέες μελέτες, όσο και άλλες, δείχνουν ότι ακόμη και σχετικά μικροί αριθμοί αντισωμάτων ή Τ και Β κυττάρων είναι επαρκείς στους περισσότερους ανθρώπους για να τους προστατεύουν για καιρό μετά από μια λοίμωξη Covid-19.

Στην πρώτη μελέτη, οι ερευνητές του Ιατρικού Ινστιτούτου Χάουαρντ Χιουζ και του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο bioRxiv (δεν έχει υπάρξει ακόμη δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό), συνέλεξαν δείγματα αίματος από 149 ασθενείς με Covid-19.

Διαπιστώθηκε ότι ένα μήνα μετά την λοίμωξη, όλοι οι ασθενείς είχαν αντισώματα κατά του κορονοϊού SARS-CoV-2. Έξι μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, αυτά τα αντισώματα ήταν ακόμη ισχυρότερα και καλύτερα στην καταπολέμηση του ιού.

Τα ευρήματα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δείχνουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών φαίνεται πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει τον κοροναϊό, αν εκτεθεί ξανά σε αυτόν. «Τα πραγματικά καλά νέα είναι ότι οι άνθρωποι που μολύνονται, είναι πολύ απίθανο να αρρωστήσουν ξανά για τουλάχιστον τους επόμενους έξι μήνες», δήλωσε ο ανοσολόγος δρ Μίχελ Νουσεντσβάιγκ του Ροκφέλερ.

Οι ερευνητές ανέφεραν επίσης ότι η παρουσία αντισωμάτων σε τόσους πολλούς ασθενείς που ανάρρωσαν, είναι ενθαρρυντικό σημάδι και για την ανταπόκριση των ανθρώπων στα εμβόλια.

Μια δεύτερη μελέτη, επίσης στο bioRxiv, με επικεφαλής τον ιολόγο Σέιν Κρότι του Ινστιτούτου Ανοσολογίας La Jolla της Καλιφόρνια, η οποία ανέλυσε δείγματα αίματος σε βάθος μηνών από 185 ασθενείς ηλικίας 19 έως 81 ετών με Covid-19, κατέληξε στο ακόμη πιο ενθαρρυντικό συμπέρασμα ότι η ανοσιακή μνήμη του οργανισμού και συνεπώς η παρουσία των αντίστοιχων αντισωμάτων στο σώμα όσων πέρασαν τη νόσο, διαρκεί το λιγότερο έξι μήνες, ενώ σε μερικές περιπτώσεις μπορεί και αρκετά χρόνια.

Δύο τύποι Τ-λεμφοκυττάρων (CD4+ T και CD8+ T) που σκοτώνουν άλλα μολυσμένα κύτταρα, εμφάνισαν σχετικά αργή μείωση στο σώμα (στο 50% μετά από τρεις έως πέντε μήνες), ενώ τα κύτταρα μνήμης Β που δημιουργούν περισσότερα αντισώματα στην πορεία, αν χρειαστεί, εμφανίζουν απρόσμεναη αύξηση με το πέρασμα του χρόνου, καθώς είναι περισσότερα μετά από έξι μήνες από ό,τι ένα μήνα μετά την αρχική λοίμωξη.

Η μελέτη δείχνει ότι οκτώ μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν πια αναρρώσει, διαθέτουν ακόμη αρκετά αντισώματα για να κάνουν πέρα τον κορονοϊό και να αποτρέψουν μια νέα λοίμωξη. Ο ρυθμός μείωσης των αντισωμάτων φαίνεται σχετικά αργός, κατά τους ερευνητές, συνεπώς σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, η φυσική ανοσία μπορεί να διαρκεί για πολύ καιρό, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».

«Η ποσότητα των κυττάρων μνήμης πιθανότατα θα εμποδίσει την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων να αρρωστήσουν σοβαρά και να νοσηλευθούν λόγω κορονοϊού για πολλά χρόνια», δήλωσε ο δρ Κρότι.

Η εκτίμηση αυτή φέρνει ένα αέρα αισιοδοξίας, αντίθετα με την απαισιοδοξία που είχε σκορπίσει μια πρόσφατη πιο απαισιόδοξη βρετανική μελέτη σύμφωνα με την οποία τα αντισώματα κατά του κορονοϊού μειώνονται αισθητά μέσα σε μερικούς μήνες. Οι Αμερικανοί επιστήμονες ευελπιστούν ότι η ανοσία κατά του ιού δεν θα είναι βραχύβια και αυτό θα έχει θετικές επιπτώσεις και στους εμβολιασμούς, όταν αυτοί ξεκινήσουν, καθώς πιθανώς δεν θα χρειαστεί επανάληψή τους κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με εκείνα άλλων επίσης ενθαρρυντικών μελετών, που δείχνουν ότι οι αναρρώσαντες από Covid-19 έχουν ισχυρή φυσική ανοσία. «Όλες αυτές οι μελέτες λίγο-πολύ παραπέμπουν στην ίδια εικόνα, ότι από τη στιγμή που κάποιος περνάει τις πρώτες κρίσιμες εβδομάδες της λοίμωξης, η υπόλοιπη ανοσιακή αντίδρασή του φαίνεται αρκούντως συμβατική», δήλωσε ο ανοσολόγος Ντίπτα Μπατατσάρια του Πανεπιστημίου της Αριζόνα.

Για «συναρπαστικά νέα, αυτό ακριβώς που έπρεπε να συμβαίνει», έκανε λόγος και η ιαπωνικής καταγωγής ανοσολόγος Ακίκο Ιβασάκι του Πανεπιστημίου Γιέηλ.

Παρόλα αυτά, όπως έδειξε και η νέα μελέτη, ένα μικρό ποσοστό ασθενών δεν έχει διαρκείας φυσική ανοσία μετά την ανάρρωση. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την ανοσολόγο Τζένιφερ Γκόμερμαν του καναδικού Πανεπιστημίου του Τορόντο, αναμένεται ότι τα εμβόλια θα καλύψουν το κενό της ανοσιακής απόκρισης.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ