Δυστυχώς, εκ του αποτελέσματος, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το απόλυτο κακό δεν το αποφύγαμε. Η πατρίδα μας ζει, μεταπολεμικά, πρωτόγνωρες στιγμές. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελλάδα που βιώνει μια πρωτοφανή και εξαιρετικά δύσκολη ως προς την αναχαίτιση της πανδημία. Χώρες πολύ πιο προηγμένες από εμάς, με αρτιότερα δημόσια συστήματα Υγείας, τα έχουν βρει επίσης σκούρα.

Τι απομένει, λοιπόν, να κάνουμε, ως κράτος, πρωτίστως ως κοινωνία; Μα με πνεύμα εθνικής ενότητας, συστράτευσης και ομοψυχίας, να πορευτούμε στο δρόμο της εξόδου από μια ιστορικών διαστάσεων υγειονομική κρίση.

Επομένως, ας συμφωνήσουμε ότι στην εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία που διανύουμε, αντιπαραθέσεις που εκπορεύονται από ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, οι οποίες μπορεί να προσεγγίζουν και τα όρια των εμμονών, δεν χωρούν.

Στο πλαίσιο αυτό, η επερχόμενη επέτειος εορτασμού του Πολυτεχνείου δεν πρέπει να αποτελέσει το επίκεντρο ή την αφορμή οποιασδήποτε μορφής διαξιφισμών που (όχι μόνο δεν υπακούουν στην δυσμενή συγκυρία που διανύουμε) απαξιώνουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της.

Στην τρέχουσα περίσταση, η απόδοση τιμής στους αγωνιστές της ηρωικής εξέγερσης δεν περνά απαραίτητα από συγκεντρώσεις και πορείες που ενδέχεται να επιδεινώσουν την ήδη επιβαρυμένη θέση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, υπό την έννοια της περαιτέρω διασποράς ενός ιού που αποδεδειγμένα πλέον βάλλει εναντίον της πραγματικής οικονομίας.

Εξυπακούεται ότι δεν πρέπει θεσμικοί παράγοντες να «πρωταγωνιστούν» σε εκδηλώσεις, οι οποίες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την περαιτέρω διασπορά της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι επικαλούνται την τήρηση των μέτρων προστασίας.

Πέραν αυτών, στην προκειμένη περίπτωση η συλλογική μνήμη δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) υπόθεση μιας πορείας που θα γίνει προφανώς με όρους ιδεολογικού πειθαναγκασμού, με αναπόδραστες επιπτώσεις για τη δημόσια Υγεία και κατ’ επέκταση την τοπική κοινωνία. Ο νοών, νοείτω…