Μια απίστευτη ιστορία εργασιακού εκφοβισμού προκαλεί αντιδράσεις στην Πάτρα, με το θύμα, μια νοσηλεύτρια, να υφίσταται -σύμφωνα με τη μήνυση που υπέβαλε- εργασιακό εκφοβισμό (mobbing) για περίπου οκτώ χρόνια και να οδηγείται σε απόπειρα αυτοκτονίας.

Σύμφωνα με την εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” η εισαγγελική διάταξη που εξέδωσε η εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πατρών, που χειρίστηκε την υπόθεση, απέρριψε τη μήνυση του θύματος, αποδεχόμενη μεν τα πραγματικά περιστατικά, αλλά υποστηρίζοντας ότι η κατάθλιψη από την οποία έπασχε εξαιτίας των όσων συνέβαιναν δεν συνιστά παράγοντα φυσικής αδυναμίας για έναν άνθρωπο και ούτε υπάρχουν ιατρικά έγγραφα που να το αποδεικνύουν και κατά συνέπεια δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων.

Μάλιστα, η εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το θύμα θα μπορούσε να είχε υποβάλει μηνύσεις για άλλα αδικήματα, δηλαδή τις εξυβρίσεις που δεχόταν και τις σωματικές βλάβες, σε προηγούμενα διαστήματα, όταν αυτές συνέβαιναν.

Το χρονικό της υπόθεσης

Η υπόθεση mobbing αφορά σε νοσηλεύτρια που μήνυσε τους προϊσταμένους της γιατί -όπως κατήγγειλε στην αναφορά της- για πολλά χρόνια υφίστατο καθημερινά από την προϊσταμένη του τμήματος όπου εργαζόταν εξευτελιστική συμπεριφορά και «απίστευτο εργασιακό εκφοβισμό», εις γνώσιν των δύο άλλων εγκαλουμένων. Σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας, φέρεται ότι οδηγήθηκε σε απόπειρα αυτοκτονίας, για να βάλει τέλος στην κατάσταση που την ταλαιπωρούσε, λαμβάνοντας 40 ηρεμιστικά χάπια και αφήνοντας επιστολή αποχαιρετισμού, για να τη βρει το προσωπικό.

Η ιστορία ξεκινά από τα τέλη Αυγούστου του 2010, όταν η νοσηλεύτρια μεταφέρθηκε υπηρεσιακά στο τμήμα όπου προϊσταμένη ήταν η πρώτη εγκαλούμενη. Στο σκεπτικό της εισαγγελικής διάταξης αναφέρεται ότι από την προκαταρκτική εξέταση προέκυψε πως «όταν αποφασίστηκε να παραμείνει η εγκαλούσα μόνιμη νοσοκόμα στη χειρουργική κλινική, άρχισε να αντιμετωπίζει ειρωνική και προσβλητική συμπεριφορά από την πρώτη εγκαλουμένη, ακόμη και ενώπιον του προσωπικού ή των ασθενών και των συνοδών τους, με χαρακτηρισμούς όπως «παρθένα», «ο … (δηλαδή, ο σύζυγος) σου σε περιμένει», «πρέπει να τα κρύβουμε από τους άνδρες και να κάνουμε ό,τι θέλουμε στη ζωή μας», «χθες βράδυ σε ξεκ* ο …», κ.ο.κ.».

Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με όσα δέχεται η εισαγγελική διάταξη, η προϊσταμένη του θύματος «καθημερινώς απειλούσε ότι θα τη διώξει από το τμήμα, ενώ τον Οκτώβριο του 2018 η νοσηλεύτρια παρουσίασε αιμορραγίες, πλην όμως η πρώτη προϊσταμένη αρνήθηκε να της χορηγήσει άδεια λέγοντας “αμάν ρε … εσύ και οι αιμορραγίες σου”, την οποία έλαβε μετά από παρεμβολή της τρίτης εγκαλουμένης και την εισαγωγή της στο χειρουργείο».

Τελικά, στις 26 Οκτωβρίου 2018 η νοσηλεύτρια πήρε 40 lexotanil και μετά το περιστατικό, το οποίο έληξε ευτυχώς με μια πλύση στομάχου, μετατέθηκε σε άλλη κλινική, με τους προϊσταμένους της να της λένε: «Είσαι στιγματισμένη, έχεις εκθέσει το νοσοκομείο με αυτήν την πράξη».

Αν και η εισαγγελέας δέχεται ότι η νοσηλεύτρια «επί καθημερινής βάσεως και για πολλά χρόνια υφίστατο εργασιακό εκφοβισμό από την πρώτη εγκαλουμένη, η οποία προέβαινε σε ανάρμοστες συμπεριφορές στα πλαίσια της υπηρεσίας της», ωστόσο «είχε τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στην καθημερινότητά της, να εργάζεται και να απευθύνεται στους ανωτέρους της, καθώς και σε συνδικαλιστικό όργανο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που βίωνε».

Μάλιστα, η εισαγγελέας περιγράφει την κατάθλιψη ως μια αντιμετωπίσιμη κατάσταση, που «σε καμία περίπτωση, τόσο αυτή όσο και το άγχος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απραξία ως προς την επιλογή της νομικής οδού, για τα οποία δεν υπεβλήθη νομότυπα έγκληση εντός τριμήνου από τις πράξεις», απορρίπτοντας τη μήνυση της νοσηλεύτριας.