Ο  Μεταξάς υπήρξε μοιραίος άνθρωπος από πολλές απόψεις.  Η πολυκύμαντη πορεία του, ως φέρελπι στρατιωτικού και αγαπημένου «παιδιού» στο πελατειακό στράτευμα του βασιλιά Κωνσταντίνου ,έως εκείνο το πρωί της απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου, συναντά δικαιώσεις και διαψεύσεις πρώτου μεγέθους. Υπήρξε υπασπιστής του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου- ο Βενιζέλος τον θεωρούσε ιδιοφυή αξιωματικό- αλλά και σφοδρός επικριτής του στις βασικές επιλογές της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ειρωνεία της μοίρας; Ο Επτανήσιος στρατιωτικός με το “Alors, c’est la guerre” που εκστόμισε στον Ιταλό πρέσβη, δικαίωνε μετά θάνατον τον Κρητικό εθνάρχη, για τις επιλογές του στον εξωτερικό προσανατολισμό της Ελλάδας κατά τον Μεσοπόλεμο αλλά και πρωτύτερα.

Πολλοί αναρωτιούνται ποιες θα ήταν οι εξελίξεις στην περίπτωση που στην θέση του Μεταξά εκείνο το πρωί, δεν βρισκόταν ο ίδιος  αλλά κάποιος άλλος, όπως πχ. ο Πλαστήρας. Ο «μαύρος καβαλάρης» και ήρωας της μικρασιατικής εκστρατείας πιθανόν να είχε δώσει διαφορετική απάντηση. Αν και κάτι τέτοιο ως εργαλείο  της ιστορικής έρευνας δεν υφίσταται, καθώς οδηγεί σε αστήρικτα συμπεράσματα παρόλο που έχει  ανθεκτική αντίδραση στον χρόνο. Ο Πλαστήρας λοιπόν παρόλο που τα πατριωτικά έως αφελή ελατήρια του ελάχιστα  αμφισβητούνται, υπήρξε θαυμαστής των ολοκληρωτικών καθεστώτων και ειδικά του Μουσολίνι ήδη από το 1933. Μάλιστα το 1941 έψεγε τον Μεταξά και τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, για το γεγονός πως  η ασυλλόγιστη κατ’ εκείνον  εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου, είχε σύρει την χώρα σε έναν άνισο πόλεμο με κορυφαίες πολεμικές μηχανές όπως  η Ιταλία και η Γερμανία.

Ο Μεταξάς, εκείνο το πρωί, είχε έρθει η ώρα του να υποδυθεί τον εθνικό ηγέτη, που με την άρνηση του στην ιταλική επιβουλή γνώριζε μια άνευ προηγουμένου στιγμιαία λαϊκή υποστήριξη στο πρόσωπο του. Πράγμα που αποδεικνύεται περίτρανα και στο Αλβανικό έπος. Η αντί-κομμουνιστική και αντί-προσφυγική του υστερία δέχονταν απεναντίας  ένα ισχυρότατο ράπισμα, την στιγμή που κομμουνιστές και πρόσφυγες συνέρρεαν μαζικά στους χώρους επιστράτευσης.  Ο ελληνικός λαός εκείνη την στιγμή,  συμμετείχε ομόθυμα και χωρίς εσωτερικές υποδιαιρέσεις. Η 28η Οκτωβρίου 1940 ενταφίαζε οριστικά το αστυνομικό κράτος της 4ης Αυγούστου και φυσικά έθετε εν αμφιβόλω για ακόμη μια φορά τον βασιλικό θεσμό καθώς και ο ίδιος ο Γεώργιος Β΄, ευρισκόμενος κατά την  διάρκεια της Κατοχής στο Λονδίνο, πάσχιζε μέχρι το 1944, να απεκδυθεί την προβιά του δικτατορίσκου.

Από την άλλη, πολλοί  υποστηρικτές του καθεστώτος του περίφημου «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού», θεωρούν πως, κράτησε ενωμένη την χώρα σε  μια κρίσιμη σε παγκόσμιο επίπεδο στιγμή , άποψη που εύκολα καταρρέει από το γεγονός πως ο Μεταξάς αρνούμενος να υποκύψει στην Ιταλία και την Γερμανία, προάσπιζε απόλυτα τα συμφέροντα της Ελλάδας, καθώς σε άλλη περίπτωση η χώρα θα είχε ακρωτηριαστεί προς όφελος της Ιταλίας και της Βουλγαρίας, οδηγώντας σε έναν νέο Διχασμό μοιραίο ίσως αυτήν την φορά. Η φρίκη της τριπλής κατοχής του 1941-42, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Ο Μεταξάς, σημαδεμένος κυριολεκτικά από τις «πληγές» του Εθνικού Διχασμού, υπήρξε εχθρός του κοινοβουλευτισμού μέχρι την τελευταία στιγμή. Ήξερε πολύ καλά, όμως, πως πιθανή αποδοχή του τελεσιγράφου θα σήμαινε αυτομάτως και την παύση του από την εξουσία. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης , λειτούργησε. Μάλιστα, για τις πράξεις του και την στάση του απέναντι στον Βενιζέλο, εμφανίστηκε προς την δύση του βίου του, μετανιωμένος.  Την έχθρα του όμως, απέναντι στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν βρήκε ποτέ την γενναιότητα να την καταλαγιάσει.  Η παροιμιώδης ανασφάλεια του, ίσως και εδώ να έπαιξε τον ρόλο της . «Άλλωστε είμαι και κοντός», όπως έγραφε και στο προσωπικό του ημερολόγιο.