Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η κατάσταση στο Αιγαίο είναι αμφίβολη, η κοινωνία αναρωτιέται με αγωνία αν θα έχουμε «θερμό επεισόδιο», μυστικές και φανερές παρεμβάσεις από ευρωπαϊκά κράτη είναι σε εξέλιξη, μυστική διπλωματία, δηλώσεις και ανασκευές δηλώσεων ξένων παραγόντων επίσης. Το κατεπείγον της κατάστασης –όπως αυτή ορίζεται πάντα υπό την απειλή ενός «θερμού επεισοδίου»- θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης και τις επείγουσες, αποτρεπτικές λύσεις με στρατιωτικά μέσα.

Οι λόγοι που οδήγησαν για ακόμα μια φορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην κόψη του κατεπείγοντος είναι λίγο ως πολύ γνωστές: η αναβαθμισμένη προκλητικότητα της Τουρκίας, η αναθεωρητική της στάση, ο νεοθωμανισμός του Ερντογάν, η προσπάθειά του να στρατιωτικοποιήσει, αντί να συνομιλήσει, για τη διαφορά οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας. Η πύκνωση τελευταία των –γνωστών και στο παρελθόν- κρίσεων με την Τουρκία, επιβάλλει πλέον την ανάγκη συζήτησης για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής. Αυτή ωστόσο απαιτεί τη συνομολόγηση –δημοκρατικά και πάνω στο τραπέζι- ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας κάποιων, κρίσιμων παραδοχών. Διαφορετικά η εθνική συναίνεση θα μετατρέπεται σε αναλώσιμο εφεύρημα, το οποίο θα μονοπωλούν, όποτε το κρίνουν απαραίτητο, πατριδοκάπηλες πολιτικές.

Παραδοχή πρώτη: η ειρήνη στη γειτονιά μας, πυλώνας της ελληνικής στρατηγικής και βάση για δυναμική και ενεργητική εξωτερική πολιτική σε όλα τα επίπεδα. Ο διάλογος με την Τουρκία αποτελεί θεμελιακή προϋπόθεση. Η ενοχοποίηση του διαλόγου, οι δηλώσεις τύπου «δεν γίνεται διάλογος με πειρατές» που εμπνέονται από τις πηγές του δηλιγιαννισμού (όλα ή τίποτα), εγκλωβίζουν τη Δεξιά σε αδράνεια ή στο «βλέποντας και κάνοντας», με εθνικιστικές, φιλοπολεμικές κορώνες εσωτερικής κατανάλωσης. Η κυβέρνηση της ΝΔ οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της πάνω σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Μυστικοί διάλογοι με την Τουρκία υπό τον φόβο των Ιουδαίων ενισχύουν αντί να αποδυναμώνουν τις πατριδοκάπηλες φωνές και επιτρέπουν στη Δεξιά να ορίζει μονοπωλιακά την «εθνική συναίνεση», όπως και όποτε τη συμφέρει.

Για την Αριστερά, που δεν έχει εθνικιστικούς σκελετούς στα ντουλάπια της και δεν αντιπαρατίθεται με όρους πατριδοκαπηλείας με τους πολιτικούς αντιπάλους της, ο διάλογος ήταν πάντα στην πολιτική ατζέντα της -το έκανε πράξη ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ με τα απανωτά ταξίδια Τσίπρα στην Τουρκία και επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα.

Παραδοχή δεύτερη: ο ευρωτουρκικός διάλογος, ο άλλος κρίσιμος πυλώνας της ελληνικής στρατηγικής. Η απομόνωση της Τουρκίας από την Ευρώπη επιτρέπει τις, ασύμφορες και επικίνδυνες για τη χώρα μας, προνομιακές διακρατικές σχέσεις ισχυρών κρατών-μελών με αυτή, αλλά όχι ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων, δεσμευτικό εξίσου για όλους, σαφές, με κοινά αποδεκτούς, ευρωπαϊκούς κανόνες, με όρους πολιτικούς και όχι πολιτισμικούς. Το αφήγημα ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για την Ευρώπη είναι βολικό για τις ευρωπαϊκές, συντηρητικές εξουσίες που θέλουν μια δήθεν «λευκή, πολιτισμικά Ευρώπη». Η Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας θα ανοίξει νέους, όχι εύκολους, δρόμους στην περιοχή.

Η ΝΔ οφείλει σε αυτό το ζήτημα να αποσαφηνίσει την πολιτική της. Δεν μπορεί να αποδέχεται ασμένως το δόγμα της ασπίδας της Ευρώπης που ανταποκρίνεται παθητικά αλλά και επικίνδυνα για τη χώρα στην ακραία συντηρητική αντίληψη περί «δύο πολιτισμικά αντίπαλων κόσμων», να αποδέχεται να «ξελασπώνει» ευρωπαϊκές χώρες από το «μίασμα» του προσφυγικού, και από την άλλη να μην τολμά ούτε τις κυρώσεις να θέσει στο ευρωπαϊκό τραπέζι -έστω και ως ύστατο εργαλείο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης- να μην έχει πρωταγωνιστικό λόγο για έναν ευρωτουρκικό διάλογο, να μην έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διασκέψεις για θέματα της περιοχής μας. Η εγκατάλειψη σε αυτές τις κρίσιμες εποχές της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού μετώπου των χωρών του Νότου, δείχνει δυστυχώς ότι η ΝΔ κάθεται σε οριενταλιστικά, επικίνδυνα για τη χώρα καθίσματα του ευρωπαϊκού τραπεζιού. Η Αριστερά που δεν έχει τέτοιους σκελετούς στις ντουλάπες της πρωταγωνίστησε στην ευρωπαϊκή πορεία των δυτικών Βαλκανίων, κέρδισε τις κυρώσεις και έσπασε με τις συμμαχίες με το Νότο τον οριενταλιστικό μονόλογο του Βορρά.

Παραδοχή τρίτη: οι συμμαχίες της χώρας με άλλες, διεθνώς ή περιφερειακά ισχυρές, είναι σημαντικές. Συμμαχίες όμως, όχι στην αντίληψη της επιλογής ισχυρού προστάτη, αντίληψη που είναι στον πυρήνα της διαμόρφωσης σφαιρών επιρροής μεγάλων αλλά και μικρότερων περιφερειακών δυνάμεων, αλλά στην αντίληψη δημιουργίας μονοπατιών ειρήνης και αλληλεγγύης στην περιοχή. Οι σφαίρες επιρροής ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις, η ένταξη της χώρας σε ένα μεγάλο παιχνίδι εναντίον άλλου μεγάλου παιχνιδιού, δεν αποδυναμώνει τα πολεμικά στρατηγήματα της «γαλάζιας πατρίδας» της Τουρκίας. Τα ενισχύει. Η ΝΔ πρέπει να αποσαφηνίσει αν έχει σκοπό να τελειώνει οριστικά με τη λογική των προστάτιδων δυνάμεων. Να διεκδικήσει την αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών και διεθνών σχηματισμών στους οποίους ανήκει.

Παραδοχή τέταρτη: Η λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι το κλειδί για την ειρήνη στην περιοχή μας. Αυτό δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Η ΝΔ οφείλει επιτέλους να θάψει τους σκελετούς των «μητέρων πατρίδων» που κάποιοι αναπαράγουν στο κόμμα της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδειξε με τον Κραν Μοντανά ότι δεν κουβαλάει τέτοια φορτία.

Παραδοχή τελευταία και πιο σημαντική: Η εθνική συναίνεση προϋποθέτει και συνεπάγεται την ύψιστη παραδοχή ότι δεν υπάρχουν στη χώρα «εθνοπροδότες» και «πατριώτες». Οι διχαστικές κορώνες, όπως τις ζήσαμε, πρέπει να τεθούν εκτός πολιτικού πλαισίου, όπως εκτός πολιτικού πλαισίου πρέπει να τεθούν τα μετεμφυλιακά αφηγήματα περί επιζήμιας αριστεράς που πρέπει να εξαφανιστεί, καθώς και οι παρακρατικές πρακτικές κασετών και παρακολουθήσεων. Η ρήξη με τη Μεταπολίτευση και τις μεγάλες δημοκρατικές κατακτήσεις της κοινωνίας νομιμοποιούν τους διχαστικούς, ακροδεξιούς φανατισμούς και την αναπαραγωγή εθνικιστικών αφηγημάτων. Η διαφορετική, πολιτική εκτίμηση για πολιτικές επιλογές είναι δημοκρατικό δικαίωμα και μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η δημιουργία ωστόσο εσωτερικών εχθρών διαμορφώνει την αντίληψη περί προδοτών, για το εσωτερικό και το εξωτερικό. Στομφώδεις και διχαστικές φράσεις, όπως αυτή του κ. Βενιζέλου, περί ανταλλαγής του Παπαγγελόπουλου με την εθνική ενότητα, ή η αλήστου μνήμης του κ. Μητσοτάκη, «ξεπουλήσατε τη Μακεδονία για τις συντάξεις», αποτελούν την κορυφή ενός χυδαίου πολιτικού μετώπου που περιθωριοποιεί ένα μεγάλο τμήμα του αριστερού, προοδευτικού και δημοκρατικού κόσμου αυτής της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι τη συναίνεση δεν την διαπραγματεύεται για κομματικό όφελος. Το απέδειξε στην ελληνοϊταλική συμφωνία, στην πανδημία, στην ψήφο των απόδημων. Η ΝΔ ποια ακριβώς συναίνεση επιζητεί;