Η Ορθοδοξία και ο Βυζαντινός πολιτισμός αποτελούν προέκταση του Ελληνισμού σε μια περίοδο που η ανθρώπινη ύπαρξη φθίνει και χειμάζεται, είναι φαινόμενα του Ελληνισμού στο Φθινόπωρο και τον Χειμώνα της ιστορίας  του. Το εαρινό θαύμα του κοσμικού ανθού έχει παρέλθει, και οι καρποί του έχουν συλλεχθεί, η απο-κάλυψη του απόλυτου στην επι-φάνεια του Κάλλους δεν είναι αισθητή, ο Απόλλων έχει ντυθεί και κρυφτεί, ο άνθρωπος έχει εγκλωβισθεί στον Λαβύρινθο του Χρόνου με τον Μινώταυρο (που καταβροχθίζει την νεότητα) Άρχοντα του Κόσμου τούτου. Ο άνθρωπος, για να λυτρωθεί από το μαρτύριο του χρόνου, χρειάζεται την ανθρώπινη παρουσία του Υιού του Θεού για να πεισθεί στην αλήθεια, αφού το Κάλλος έχει καταστεί ανενεργό.

Τις σχέσεις στον Ελληνισμό Χριστού και Απόλλωνα έχω επανειλημμένα διαπραγματευθεί.

[Δείτε τις σχετικές μελέτες στον ιστότοπο].

Έτσι ο απόλυτος κανόνας του κλασσικού, το Κάλλος και ο έρως του Κάλλους, αντικαθίστανται τότε από τον απόλυτο κανόνα του χριστιανισμού, την αυθεντική αλήθεια του θεού στον άνθρωπο και την καθολική αγάπη. Εξ ίσου ο Κανόνας δεν έχει σχέση ούτε με τους Θεσμούς της Γονιμότητας και την γαλήνη στον κόλπο της Μεγάλης Μητέρας, ούτε με τον Νόμο του Κυρίου των Δυνάμεων και την σταθεροποιητική ισχύ της βιάζουσας Βίας. Και στις δυο φάσεις του Ελληνισμού, την κλασσική και την ορθόδοξο, ο άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος, αδέσμευτος από τη λογική των αναγκών του χρόνου, έχει πάνω από τις δομές του χρόνου την αξίωση της αιωνιότητας.

Ανάλογα στην τέχνη. Η ύστερη ναϊκή αρχιτεκτονική του Βυζαντίου επανέρχεται στην ρήτρα της γλυπτικής αναλογίας των μερών και της ενοποιού αρμονίας με την συμπερίληψη όμως των δυο αρχών του Ευθέος και του Καμπύλου, του άρρενος και του θήλεος, στη σύνθεση. Έτσι όμως βέβαια θολούται η απαστράπτουσα διαύγεια της κλασσικής αρχιτεκτονικής μορφής.

Παράλληλα και στην ζωγραφική. Ο πηλός της έγχρονης πραγματικότητας,  (η «ρεαλιστική» απεικόνιση), μεταμορφώνεται στο κλασσικό σε ιδέα – όθεν η «ιδεαλιστική» πλαστική και αγγειογραφία, με έμφαση στην γραμμή και την επιφάνεια. Αντίστοιχα, στην Βυζαντινή τέχνη της ζωγραφικής, ο πηλός του ρεαλισμού μετουσιώνεται, όχι σε καθαρή μορφή, αλλά στην ιδιότυπη πνευματικότητα της Ορθοδοξίας. Και αυτό γίνεται με την τροπικότητα της απείρωσης του πέρατος στο σχέδιο, και με την ουσιώδη, «κωδική», σχεδόν συμβολική, χρήση του χρώματος. Εισάγεται έτσι μια διάσταση ελεγχόμενης εκφραστικής συναισθηματικότητας στην απόλυτη μορφολογία του κλασσικού.

Θεμελιωδώς άλλως έχουν τα πράγματα με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Εδώ ένα μυστικό και μυστηριώδες Υποκείμενο τίθεται εκτός του Είναι, ο συσχετισμός του προς την πραγματικότητα αντί να διενεργείται αυτόματα και φυσικά στα πλαίσια της ταυτότητας σαν μέρους του ανθρώπου προς τον Κόσμο, επενδύεται στην αυθαίρετη Βούληση (αφού δεν υφίσταται πραγματολογικό κριτήριο προσαρμογής), η αυτογενής αυθαιρεσία της Βούλησης επιβάλλει τεχνητό αυτοπεριορισμό και αυτοπροσδιορισμό, έτσι επαυξάνεται η συστατική για το Ευρωπαϊκό αποξένωση από το Είναι, δημιουργείται το αίσθημα της (αυτό)καταπίεσης (σε τελευταία ανάλυση) του Υποκειμένου, προκαλείται το υπαρξιακό βίωμα της ταραγμένης Γροθιάς (Faust), και πυροδοτείται η Έκρηξη χωρίς νόημα, χωρίς «τέλος», και αποτέλεσμα, η ρομαντική ματαιότητα του πάθους.

Από την ίδια αρχή από την οποία παράγεται αυτή η αλληλουχία, παράλληλα και συνηρτημένη προς αυτήν, από την απομάκρυνση (βιούμενη ως απόπτωση) εκ του Είναι, προκύπτουν και η θεωρία της Προόδου, η ιδιότυπη εσχατολογία και Μεσσιανισμός, τα Ευρωπαϊκά «Οράματα» (θρησκευτικά και πολιτικά), και η Γοητεία του Μέλλοντος που αποτελεί διαφυγή από το διαρκές ανικανοποίητο του παρόντος. Εξ άλλου, η ανάγκη του Ευρωπαϊκού πνεύματος ως Υποκειμένου για τεχνητή τάξη, γεννά αφ’ ενός την ηθική του καθήκοντος, αφ’ ετέρου τον πολιτισμό της μόδας και των καλών τρόπων, και τρίτον την επιστήμη και τεχνολογία ως μοναδικότητα της Ευρώπης. Καταλήγει όμως έτσι στην υποκρισία, την αθεΐα, και την συστηματική βεβηλότητα του όντος ως «διαθέσιμου αποθέματος».

Στο εγγενές ανικανοποίητο της Ευρωπαϊκής ψυχής προστίθεται και ο διχασμός που προκαλείται αφ’ ενός από την απομόνωση του Υποκειμένου στην τεχνητότητα της αυτοδέσμευσής του, και αφ’ ετέρου από τον έρωτα του κλασσικού που βιώνει στο κάλλος της μορφής.

Η ανεξαρτησία του Υποκειμένου από το Είναι, και η απόλυτη αυτονομία της Βούλησής του, αντί να σταθεροποιούν τον άνθρωπο (αφού μοιάζει πια να εξαρτάται μόνο από το Εγώ του), δημιουργούν πολλαπλά επιβαρυνόμενα ανικανοποίητα. Οι διχασμοί αυτοί συνιστούν την «ψυχολογία» του Ευρωπαϊκού Υποκειμένου, τον Ευρωπαϊκό ψυχολογισμό. Αυτό δεν έχει σχέση με τον Ελληνισμό, όπου κυριαρχεί η τελική ταυτότητα σώματος και πνεύματος. Πρακτικά κατανοητή γίνεται η ουσιώδης διαφορά έτσι:  όταν επιθυμώ κάτι και δεν το αποκτώ έχω πραγματικό πρόβλημα χωρίς υπαρξιακό βάρος. Όταν όμως δεν ξέρω τί θέλω, ή θέλω και δεν θέλω κάτι, τότε έχω ψυχολογικό πρόβλημα, δηλαδή φαντασιακό, πρόβλημα, και ένα διχασμό προσωπικότητας που επίσης είναι ανύπαρκτος αλλά αντιπροσωπεύει την αντιπαλότητα μεταξύ της αυθεντικής ανθρώπινης ύπαρξης και της τεχνητής Ευρωπαϊκής κρούστας.

Παρ’ όλα αυτά, οι επαναλαμβανόμενες τομές, ρήξεις, Επαναστάσεις του Ευρωπαϊκού Υποκειμένου κατά της αυτοκαταπίεσής του είναι μάταια εγχειρήματα. Το Υποκείμενο δεν «δίνεται» ανεπιφύλακτα στο Είναι. Ο Έρωτας του Κάλλους δεν μπορεί λοιπόν να ικανοποιηθεί και να τελεσφορήσει. Το Υποκείμενο κρατιέται πίσω την τελευταία στιγμή, και όλα καταστρέφονται. Φοβάται μην χάσει την φαντασιακή ταυτότητά του, ενώ θα κερδίσει τελειότητα και αιωνιότητα αν δοθεί στον έρωτα του κάλλους και του πνεύματος, χωρίς ψυχολογικές αναστολές. Αλλά αυτό ακριβώς που ει αι φυσικό για τον Ελληνισμό είναι αδύνατο για τον Ευρωπαϊσμό. Θα πω τον λόγο.  

Θα αναπτύξω την Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία αναλύοντας τον «Faust» του Goethe και τον «Parsifal» του Wagner. Η βαθειά σχέση του Ευρωπαϊκού Υποκειμένου προς το Θήλυ είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόησή του. Αυτό δημιουργεί μια ακόμη «ψυχολογία» μέσα του με την αντινομία που η σχέση έχει προς τον Ευρωπαϊκό έρωτα του κλασσικού. Σαν αντίστιξη σε αυτήν την έρευνα χρησιμεύει ο «Θάνατος στην Βενετία» του Thomas Mann (και η ομώνυμη όπερα του Benjamin Britten), κύκνειο άσμα του).

Ο θεματικός τίτλος της ομιλίας μου είναι: 

         Η Ψυχολογία του Ευρωπαϊκού Υποκειμένου

        (Αντινομία Τεχνητής Τάξης και Μάταιης Ρήξης)             

                                   Η ομιλία και συζήτηση θα γίνει Πέμπτη 16 Ιουλίου, στις 8.30 το βράδυ, κανονικά στην συνηθισμένη Αίθουσα Διαλέξεων του Μεγάρου Λόγου και Τέχνης (2ος όροφος, Πλατεία Γεωργίου Α’).

Οι εργασίες συντήρησης και βελτίωσης του χώρου έχουν ολοκληρωθεί, και επί τέλους ξαναγυρίζουμε στο σπίτι μας των τελευταίων 20 σχεδόν χρόνων. 

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Μετά την ομιλία θα υπάρξει χρόνος για συζήτηση.