Πριν από λίγες μέρες, μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε την έκκληση του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού, Αντόνιο Γκουτέρες, για μια παγκόσμια εκεχειρία ενενήντα ημερών, ώστε να αντιμετωπισθούν οι ανθρωπιστικές ανάγκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του κορονοϊού στις εμπόλεμες περιοχές.

Οι συγκρούσεις, διευκολύνουν την εξάπλωση επιδημιών, όπως είδαμε να συμβαίνει στη Συρία με την πολιομυελίτιδα, στην Υεμένη με τη χολέρα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, με τον Έμπολα.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς οι θανατηφόροι ιοί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στα στρατόπεδα και τους καταυλισμούς προσφύγων. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το 2017, καταγράφηκαν 364 εκδηλώσεις επιδημικών ασθενειών σε 108 καταυλισμούς προσφύγων.

Ο κορονοϊός με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες στις ομάδες του πληθυσμού που δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, στην παιδεία, στην τεχνολογία, με συνέπεια να οξύνονται περαιτέρω οι κοινωνικές εντάσεις και οι συγκρούσεις.

Επιπλέον, πολλά καθεστώτα εκμεταλλεύονται την πανδημία για τη ναρκοθέτηση των δημοκρατικών θεσμών και την κατάλυση ελευθεριών και δικαιωμάτων προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση των πληθυσμών.

Θα πείτε, τι μας αφορούν όλα αυτά; Και όμως μας αφορούν.

Μας αφορούν πρώτιστα, σε ό,τι αφορά στην υγεία όλων μας. Όσο υπάρχει έστω ένας με τον ιό, το φαινόμενο της πανδημίας θα πλανάται επάνω από τις κοινωνίες μας.

Παράλληλα, οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία σε παγκόσμια κλίμακα και κατά συνέπεια στην ευρύτερη γειτονιά μας, εγκυμονούν κινδύνους αλλά και ευκαιρίες.

Οι κίνδυνοι αφορούν την όξυνση των ήδη υπαρκτών συγκρούσεων και την πολιτική αστάθεια σε γειτονικές χώρες, παράγοντες που ευνοούν τις μετακινήσεις πληθυσμών, την ενδυνάμωση πολιτικών δυνάμεων που τρέφονται από εθνικιστικές επιδιώξεις και την πιθανότητα ασύμμετρων απειλών.

Κατά συνέπεια, είναι απολύτως προς το συμφέρον μας η προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.

Και εδώ, παρουσιάζονται οι ευκαιρίες που μπορεί να αναδείξουν την Ελλάδα ως εξισορροπιστικό παράγοντα, αρκεί βέβαια να θελήσουμε έναν τέτοιο ρόλο και να τον υπηρετήσουμε σωστά και με συνέπεια.

Είναι σαφές, ότι για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται στρατηγική, ευελιξία και πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα.

Η γεωγραφική μας θέση ως σταυροδρόμι πολιτισμών και γέφυρα Ανατολής - Δύσης, είναι προνομιακή.

Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα ακόμα συγκριτικό πλεονέκτημα.

Θα ήταν ευκαιρία λοιπόν, να κινηθούμε σε τρία επίπεδα.

Το πρώτο, να αναδείξουμε ότι, η πολυεπίπεδη συνεργασία για την αντιμετώπιση του κορονοϊού με όλα τα γειτονικά κράτη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει κοινό συμφέρον. Δημόσιο και κοινό αγαθό.

Το δεύτερο, να αναπτύξουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες, βασιζόμενοι στους ιστορικούς δεσμούς μας με χώρες, όπως η Λιβύη ή η Συρία, που να δώσουν προστιθέμενη αξία στις ειρηνευτικές προσπάθειες της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας.

Το τρίτο, να αξιοποιήσουμε τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω COVID19 στον ενεργειακό τομέα, ώστε να υπάρξει μια περιφερειακή συμφωνία στην Ανατολική Μεσόγειο που να ακυρώνει τις μονομερείς ενέργειες που κινούνται εκτός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου. Ασφαλώς, στην κατεύθυνση αυτή βοηθούν και οι επιμέρους διμερείς συμφωνίες.

Αν εντάξουμε στο στρατηγικό μας σχεδιασμό τις ευκαιρίες που δημιουργούν τα νέα δεδομένα, μπορεί να δημιουργηθούν και οι προϋποθέσεις για να μειωθεί σημαντικά η αυξανόμενη ένταση που υπάρχει την τελευταία τετραετία με την Τουρκία.

Εδώ είναι απαραίτητο να προστεθεί ότι, μέχρι να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να μιλάμε με τους γείτονες στο υψηλότερο επίπεδο και όχι μόνο. Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία των τελευταίων ετών, στις δύσκολες στιγμές έχουν μεγαλύτερη αξία οι επαφές, όχι το αντίθετο.

Συνοψίζοντας, ενώ η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από γενικευμένη αβεβαιότητα σε όλες τις πτυχές των διεθνών σχέσεων, είναι ώρα η Ελλάδα να εργαστεί αποτελεσματικά για να περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις της παρούσας συγκυρίας και μαζί, να αναβαθμίσει το γεωστρατηγικό της ρόλο.

Κάτι τέτοιο συνδέεται με μια βασική επιλογή: θελουμε η χώρα μας να αποτελεί μέρος των προβλημάτων που επιτείνουν την αστάθεια ή να γίνει ένας ισχυρός σταθεροποιητικός πόλος προς όφελος της ειρήνης, των Ευρωπαϊκών αξιών και συμφερόντων, όσο και των υπολοίπων γειτονικών χωρών;

Προϋποθέτει βεβαίως, εθνική συνεννόηση ως προς τη στρατηγική και τους στόχους μας. Και ακόμη, αποστασιοποίηση από φοβικά σύνδρομα και διαρκή, ενεργό παρουσία με συνεκτικό οπλοστάσιο επιχειρημάτων, που να δείχνει ότι, αν θέλουμε να προτάξουμε το συμφέρον των λαών της ευρύτερης περιοχής μας, η συνεργασία και η διασφάλιση της ειρήνης είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε.

Καθώς πλησιάζει η επέτειος των διακοσίων χρόνων από το 1821, περίοδος πρόσφορη για προβληματισμό και αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας μας, είναι χρήσιμο πέραν των δοξασιών να κατακτήσουμε και την αυτογνωσία. Να συνειδητοποιήσουμε ότι, κερδίσαμε όταν πήραμε πρωτοβουλίες και όχι όταν αρκεστήκαμε στην εκ των υστέρων διαχείριση των ζητημάτων, που τελικά εγκλωβίζει σε τετελεσμένα.