Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου συμπληρώνεται αυτές τις μέρες. Είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που σφράγισε μια εποχή για την παράταξη της κεντροαριστεράς. Στις 23 Ιουνίου του 1996, μπήκε και η τελεία-ο θάνατος του Καραμανλή το 1998 ήταν το αναμενόμενο υστερόγραφο-στις διαιρετικές τομές, που καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μεταπολεμικά, μέχρι την ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση.

Ο Ανδρέας, σχεδόν σε όλη του την διαδρομή στα κοινά θα μπορούσε να πει κανείς πως αδιαφόρησε για την ιστορία. Δεν θέλησε να την γράψει αυτός. Συνειδητά επέλεξε να χαράξει δρόμους και επιλογές ώστε η ίδια η ιστορία να γράψει για εκείνον. Και θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν τον αδίκησε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ποτέ δεν υπήρξε οπαδός του «πλαισίου» και της εξασφαλισμένης διαχείρισης των πραγμάτων. Ήταν «παίκτης» που αρεσκόταν στο ρίσκο και δεινός τακτικιστής που μπορούσε να ανατρέπει κάθε προγνωστικό, όταν τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Έζησε κυριολεκτικά την αποθέωση για αυτό του και μόνο το χαρακτηριστικό.

Για το επικοινωνιακό του χάρισμα, από την άλλη,  έχουν ειπωθεί τόσα πολλά. Ο Ανδρέας, εξέφρασε τις λαϊκές μάζες, τις έβγαλε από το περιθώριο, αποκτώντας το προνόμιο μαζί με ελάχιστους άλλους Έλληνες, να προσφωνείται με το μικρό του όνομα. Ωστόσο, το βάρος της προσωπικότητας του, πέρα από αναλύσεις περί λαϊκισμού και πατερναλιστικού προτύπου, το διακρίνει κανείς εύκολα και στις μαρτυρίες προσώπων με τους οποίους είχε «πολυκύμαντες» σχέσεις.  Ο Κώστας Σημίτης, τον χαρακτήρισε ως «το «είναι» μας που για χρόνια μας συνόδευε και μας καθόριζε», ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραδέχθηκε πως «με τον Ανδρέα μπορούσες να μιλήσεις πραγματικά για πολιτική» και ο Μίκης Θεοδωράκης πως «ο Ανδρέας είχε τις περισσότερες δυνατότητες, αλλά δεν κατάφερε να βελτιώσει την ηθική διαπαιδαγώγηση του λαού».

Σίγουρα ο Ανδρέας πια και με την ψυχραιμία που προσφέρει η χρονική απόσταση, αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αντικείμενο ιστορικής μελέτης. Αλλά και ένα project πολιτικής στρατηγικής και σχεδιασμού για την Ελλάδα που ο ίδιος οραματίστηκε. Μακριά από διχασμούς-παρότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή ανάγνωση του παρελθόντος για την κεντροαριστερά-αλλά με ρεαλισμό για το που πρέπει να πάει ο τόπος μέσα στα Ευρωπαϊκά πλαίσια, που για την λειτουργία τους δέχθηκαν σφοδρή κριτική από εκείνον, στην πρώιμη αλλά και ύστερη φάση της απόλυτης κυριαρχίας του, από το 1981 έως το 1996.

Ως ιστορικό υποκείμενο όμως, ο Ανδρέας εξακολουθεί να έχει μια πρωτοτυπία που όμοιά της δύσκολα συναντά κανείς. «Καταφέρνει» να είναι παρών στην πολιτική κονίστρα και η πολιτική του σκέψη τα προτάγματα του και η πολιτική του υστεροφημία, να συνιστούν κατά καιρούς  αντικείμενο αντιπαραθέσεων σε έναν κομματισμό που μεν δεν έχει τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος, αλλά η σύγχρονη μορφή του φέρει την υπογραφή του. Η αλήθεια είναι πως πριν την εμφάνιση του Ανδρέα στο προσκήνιο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, τα κόμματα αποτελούσαν μια απλή μετεξέλιξη των πελατειακών δικτύων της ύστερης τουρκοκρατίας.  Φυσικά με ένα ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας και αρμοδιοτήτων. Ο Άνδρέας , με αιχμή του δόρατος το ΠΑΣΟΚ, τα μετέτρεψε σε ζωντανούς οργανισμούς παραγωγής πολιτικής, χωρίς να λησμονεί κανείς πως δεν αντιστάθηκε και ο ίδιος στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.

Η πρόσφατη πολιτική μεροληψία των κομματικών επιτελείων, αναζήτησε τον Ανδρέα στο παρελθόν και σε συγκεκριμένα πρόσωπα και παρατάξεις. Διαπράττοντας μέγα σφάλμα. Ο Ανδρέας ανήκει σε όλους και όσοι θέλουν, ας τολμήσουν να  τον αναζητήσουν στο μέλλον.