Δεν είναι λίγες οι φορές που η πολιτική έχει αναδείξει ή έχει καταβαραθρώσει πολιτικές καριέρες. Οι ταραχές του Παρισιού το 2007 ανέδειξαν το άστρο του ανερχόμενου υπουργού Εσωτερικών, Νικολά Σαρκοζί οδηγώντας τον στα Ηλύσια Πεδία μερικούς μήνες μετά, ενώ το δυστύχημα στο Μαρί της Κύπρου το καλοκαίρι του 2011,  υπονόμευσε την πολλά υποσχόμενη πενταετία Χριστόφια στην Κύπρο, οδηγώντας την στα μνημόνια και την επιτροπεία. Τα πολιτικά επιτελεία πλέον, δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στην συγκυρία και τη διαχείρισή της είτε αυτή είναι ευτυχής, είτε όχι. Άλλωστε, «λίγο καιρό μετά ποιος θα το θυμάται»;

Σε μια τέτοια δίνη αισθάνεται πως βρίσκεται-και έτσι είναι-ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Ντόναλντ Τράμπ, την στιγμή που έδειχνε πως απορροφούσε τους κραδασμούς μετά από τις αστοχίες στην διαχείριση του κορωνοϊού, μετά το περιστατικό αστυνομικής βίας στην Μινεσότα, κυριολεκτικά βρίσκεται «στα σχοινιά» ευρισκόμενος ενώπιον μιας χώρας που είναι εδώ και 2 εβδομάδες στην ουσία σε εξέγερση, την στιγμή που τα ποσοστά ανεργίας παίρνουν την ανιούσα. Ένα σκηνικό που κάνει το σύνθημα του Ρόναλντ Ρέιγκαν «να κάνουμε την Αμερική μια χώρα που ο καθένας μπορεί να πλουτίσει», να μοιάζει με ανέκδοτο…

Ο συστημικός ρατσισμός στις ΗΠΑ,  δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Και πλείστες ηγεσίες της Ουάσιγκτον δεν ενήργησαν επαρκώς για την υπέρβαση του προβλήματος. Ο Τζόν Κένεντι σχεδόν όλο το 1963, αποδύθηκε σε μια προσπάθεια να περάσει την νομοθεσία υπέρ των μαύρων από το ακινητοποιημένο Κογκρέσο, την στιγμή που ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έγραφε γράμματα από την φυλακή του Μπέρμινγχαμ. Ο διάδοχος του, Λίντον Τζόνσον παρότι ψήφισε και τον νόμο ανθρωπίνων δικαιωμάτων το 1964 αλλά και εκείνον των δικαιωμάτων ψήφου το 1965, είδε και εκείνος την Αμερική στις φλόγες και σε γενικευμένη αναταραχή την τριετία 1965-68, πριν το φιάσκο του Βιετνάμ τον οδηγήσει στην οριστική απόσυρση από την δημόσια ζωή. Οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τον μονίμως αποτυχημένο έως τότε, Ρίτσαρντ Νίξον,  στον Λευκό Οίκο στη βάση της ατζέντας «Νόμος και Τάξη» επικεφαλής μιας «σιωπηρής πλειοψηφίας».

Όλα αυτά, σημειολογικά στοιχεία μιας κοινωνίας, που παρότι για δεκαετίες αποτέλεσε την ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου, δεν κατάφερε να εκσυγχρονιστεί εσωτερικά, να μειώσει τις ανισότητες και να εφαρμόσει κατ ελάχιστον πολιτικές κοινωνικής σύγκλισης. Ειδικότερα, ο Μπίλ Κλίντον κυβέρνησε πάνω στο κύμα της φούσκας του διαδικτύου «bubble.com” αγνοώντας ένα κύμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ελευθεριών και διεκδικήσεων που ερχόταν στο προσκήνιο. Από την άλλη ο Μπούς ο νεότερος διαστρέβλωσε ένα πολιτικά φιλελεύθερο χώρο με εθνολαϊκές κορώνες, «πάρτυ τσαγιού» και θεοκρατικό λόγο την στιγμή που διεξήγαγε πολέμους προαποφασισμένους κοιτώντας μάλλον αμήχανα την Wall Street να καταρρέει μαζί με τον Χένρι Πόλσον.

Αμέτοχος φυσικά δεν είναι ούτε αι ο Μπαράκ Ομπάμα που επί των ημερών του δεν ελέγχθηκε η αστυνομική βία με φυλετικά χαρακτηριστικά έχοντας ως αποτέλεσμα την γέννηση του κινήματος Black Lives Matter 2013. Βέβαια, θα πρέπει εδώ να αναφερθεί πως ως κακόγουστο αστείο ηχεί σήμερα στα αυτιά όλων ο ισχυρισμός των οπαδών του υποψήφιου Ρεπουμπλικανού Μίττ Ρόμνι το 2012, πως» ο Ομπάμα δημιουργεί μια διχασμένη χώρα». Τα έργα και οι ημέρες Τράμπ τους έχουν διαψεύσει πανηγυρικά. Το εκλογικό όμως 2020, θα φανερώσει πολλά. Και θα δείξει ποιο γεγονός μπορεί να προκαλέσει τεκτονικές μετατοπίσεις. Ο θάνατος του George Floyd ή ο θάνατος της προεδρίας του Ντόναλντ Τράμπ.