«Πως το ΄φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή». Στίχος πιο επίκαιρος από ποτέ, γραμμένος από τον Μάνο Ελευθερίου χρόνια πριν. Σε μια γραμμή, συμπυκνωμένη η κωμικοτραγωδία μιας ολόκληρης γενιάς. Δέκα λέξεις, πιστή αντανάκλαση του σήμερα. Ενός τώρα πιο ζωντανού από ποτέ άλλοτε.

Σε αυτή τη συγχρονία, που το λατινικό «homo lupus homini» παίρνει σάρκα και οστά, ενώ ο κατά κοινή ομολογία των μαζών πολιτισμένος κόσμος σείεται συθέμελα, η ποίηση δεν έχει θέση. Ίσως ο ίδιος της ο παραγκωνισμός να είναι που εκτός των άλλων, οδήγησε τον κοινωνικό ιστό στο να απωλέσει την αβρότητά του, αν βέβαια αυτή είχε κατακτηθεί ποτέ, αντικαθιστώντας την από την επίφασή της.

Μάλιστα, αυτή η αυταπάτη της κατάκτησης μέλλει να αποδειχθεί μακράν πιο καταστροφική από την παραδοχή της βαρβαρότητας. Οι κρίσεις που πλήττουν σήμερα το πλανητικό γίγνεσθαι, οικονομικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές και μια σωρεία άλλων, δεν αποτελούν κατ’ουσίαν παρά απολήξεις μιας βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης.

Ο άνθρωπος έχει χάσει την ανθρωπιά του και αποδεικνύεται τώρα ανάξιος του ονόματός του. Χωράει η ποίηση σε έναν κόσμο όπου η καλαισθησία ισοδυναμεί πλέον με χυδαιότητα, ενώ συνάμα η ποιότητα δίνει τη θέση της στην ευτέλεια; Εγώ νομίζω ότι στενεύεται αρκετά. Στενεύεται για να κουμπώσει σε καλούπια ξένα. Ώσπου στο τέλος, αρχίζει να αλλοιώνεται, να παραφράζεται, να αιχμαλωτίζει αντί να ελευθερώνει.

Η ποίηση θα χωρέσει όταν καθένας αποφασίσει να αναγάγει σε τρόπο ζωής τον εξευγενισμό που η αληθινά υψηλή ποιητική δημιουργία, εκφράζει. Η ποίηση θα χωρέσει, όταν αποφασίσουμε πρώτα ατομικά και έπειτα συλλογικά, να κάνουμε πράξη την ουτοπία του ιδεατού.