Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας Άμλετ ετών 40.

Ο ηθοποιός μιλά για τον ρόλο του στο εμβληματικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ που ανεβάζει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, αλλά και για το πότε κάνει την αυτοκριτική του.

Πότε είσαι πιο έτοιμος για την αυτοκριτική; Ύστερα από την αποτυχία ή την επιτυχία;

«Νομίζω ότι η αυτοκριτική μετά το σοκ της αποτυχίας είναι πολύ γόνιμη. Στη διάρκεια του σοκ δεν είναι. Μετά την επιτυχία κάνω πονηριές και «δωράκια» στον εαυτό μου. Προσποιούμαι ότι είμαι αυστηρός ή αδιάφορος. Αλλά τώρα που το λέμε, νομίζω ότι λέω ψέματα.

Ακούγεσαι αρκετά κατασταλαγμένος. Αποτέλεσμα και της ψυχοθεραπείας που έχεις κάνει στο παρελθόν;

«Α, ναι, σίγουρα βοηθάει. Έχει μια περίεργη «παραμυθά» το θέατρο. Ότι και καλά είναι θεραπευτικό - ενώ δεν είναι. Εκτονωτικό, ναι… Απελευθερώνει ατμό από τη χύτρα, αλλά η χύτρα, μένει εκεί και βράζει. Έχει μια γραφικότητα αυτή η υπόψη ότι η τέχνη είναι, ψυχοθεραπευτική».

Η ερώτηση δεν αφορά τις σκηνοθεσίες που έχεις αναλάβει (σ.σ. «Master Class» «7 χρόνια», «Προδοσία»), αλλά καταφέρνεις να γίνεσαι «σκηνοθέτης» του εαυτού σου την ώρα που παίζεις;

«Ναι, χωρίς να είναι παρεμβατικό για τον σκηνοθέτη. Είναι αυτόματη η λειτουργία ότι είμαι παρατηρητής και παρατηρούμενος. Πώς αλλιώς ορίζει ο ηθοποιός τις δυνάμεις του την ώρα που ο σκηνοθέτης είναι προπονητής και όχι δάσκαλος; Φυσικά είναι εκεί για να ανοίξει δρόμους. Αλλά ο ηθοποιός ξέρει ήδη να παίζει: άρα έχει εικόνα του εαυτού του».

Σε αυτή τη συνθήκη που μπαίνεις ως τεχνίτης υπάρχουν τα περιθώρια για να συγκινηθείς από το κείμενο με τρόπο πρωτόγνωρο;

«Κάθε μέρα. Εφόσον προσέρχομαι ως τεχνίτης, προσέρχομαι χαλαρός. Κάνοντας τη δουλειά μου αφήνομαι ελεύθερος να με «χτυπήσουν» λέξεις, ήχοι και εικόνες με τρόπο απροσδιόριστο. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να με αναστατώσει ένας στίχος τραγουδιού που ακούω ένα πρωί στο ραδιόφωνο. Αυτό που με ταράζει στ' αλήθεια στον «Άμλετ» κάθε τόσο, σε διαφορετικές στιγμές, είναι η απώλεια. Από την απώλεια του πατέρα, που είναι η εκκίνηση, μέχρι το φινάλε με την εξαφάνιση του γελωτοποιού Γιόρικ. Αλλά και η απώλεια της αθωότητας μετά τη συνείδηση για την υποχρέωση της εκδίκησης. Μην ξεχνάμε ότι ο Άμλετ δεν ξεκινάει αποφασισμένος, αλλά μάλλον απογοητευμένος, θλιμμένος ή πιθανότατα θυμωμένος. Με την υποχρέωση ο ήρωας χάνει ακόμη και τη δυνατότητα να είναι στενοχωρημένος.

Πρέπει να φανταστούμε ότι από τη στιγμή που μπήκες στην προετοιμασία του ρόλου, άρχισες να διαβάζεις τα πάντα γύρω από αυτόν;

«Είμαι πολύ προσεκτικός-στον τρόπο που το κάνω αυτό. Πιστεύω πολύ στην καλλιέργεια και καθόλου στην παλιά σχολή του «αυθόρμητου» ή «απαίδευτου» ηθοποιού. Πιστεύω σε κάτι ολοκληρωμένο. Αλίμονο αν είσαι ένας θεωρητικός του θεάτρου. Δεν μπορείς να παίξεις ούτε δυο αράδες. Αλίμονο αν .χάσεις την επικοινωνία σου με το «παράλογο», το ενστικτώδες ή το διονυσιακό. Αλίμονο αν στερείσαι τη δυνατότητα να επεξεργαστείς τα πράγματα με απολλώνιο τρόπο. Πρέπει να ξεχάσεις τον «μελετητή του θεάτρου» και ταυτόχρονα να ξέρεις για τι πράγμα παλεύεις.

Διακρίνεις έλλειμμα θεατρική» εκπαίδευση» στην Ελλάδα;

«Ναι. Μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αρχίσει να μπαίνει η εκπαίδευση σε πιο σωστή τροχιά, με συγκεκριμένες σχολές. Διότι την αντιμετωπίζουν όντως ως δουλειά και τεχνική της υποκριτικής αφήνοντας στο παρελθόν τη συναισθηματική ταύτιση και τη θολούρα. Η υποκριτική διδάσκεται για να μπορείς μετά να «επικοινωνείς» με αυτό που δεν διδάσκεται. Για να γίνει αυτό που είναι ένας ηθοποιός, χρειάζεται σκληρή τεχνική και προσπάθεια. Αυτό δεν ήταν διαδεδομένο στην Ελλάδα. Υπήρξαν πολλές σχολές που δεν πρόσφεραν κάτι τέτοιο, αλλά μόνο τη δυνατότητα σε ανθρώπους να ονειρευτούν ότι θα γίνουν κομμάτι μιας δουλειάς. Και μετά μένουν άνεργοι, αφού πέσουν «θύματα» εκμετάλλευσης. Η ιδέα ότι όποιος θέλει ανοίγει μια σχολή δεν οδηγεί πουθενά».

Για ποιους σκηνοθέτες δεν δέχεσαι αντίρρηση;

«Θα δω όποια ταινία φτιάχνει ο Γούντι Άλεν - όποια κριτική κι αν έχει πάρει. Το ίδιο ισχύει και για τον Ταραντίνο, αλλά και για τον κόσμο του Σκορσέζε. Με ενδιαφέρει όμως - χωρίς να είναι μεγάλη αγάπη - ο Μίκαελ Χάνεκε. Ειδικά για τους δύο πρώτους, πάντως, νιώθω ότι τους ενώνει η ίδια άνεση στην αφήγηση και το γεγονός ότι δεν μπορείς να αποφασίσεις σε ποιο είδος ανήκει η ταινία τους. Κι αυτό για εμένα σημαίνει πολλά στον κόσμο της τέχνης. Αυτό κάνει και τον «Άμλετ» σπουδαίο έργο. Δεν ορίζεται. Όποιος πει ότι είναι δράμα έχει κόψει από την αξία το μισό του», είπε στα ΝΕΑ.