Την ταφόπλακα μιας νεαρής Γερμανίδας βαρώνης, που υπέφερε από την κακιά μητριά της και ενέπνευσε, όπως πιστεύεται, τους αδελφούς Γκριμ να γράψουν το πασίγνωστο, πολυαγαπημένο παραμύθι της Χιονάτης, ανακάλυψε ένα μουσείο στη Γερμανία.

Η ταφόπλακα της Μαρίας Σοφίας φον Έρταλ, είχε χαθεί κατά την κατεδάφιση το 1804 του ναού όπου είχε ταφεί η νεαρή αριστοκράτισσα, αλλά την ανακάλυψε πρόσφατα μια οικογένεια στο σπίτι της στην πόλη Μπάμπεργκ της Βαυαρίας και τη δώρισε στο μουσείο της τοπικής αρχιεπισκοπής.

Η ταφόπλακα αποτελεί πλέον πόλο έλξης για τους τουρίστες, αλλά και τους ντόπιους -περήφανους για τη σχέση της περιοχής τους με το παραμύθι της Χιονάτης, που είχαν δημοσιεύσει οι Αδελφοί Γκριμ το 1812 και το οποίο έκανε γνωστό ανά την υφήλιο ο Γουόλτ Ντίσνεϊ με τη φημισμένη ταινία κινουμένων σχεδίων το 1937.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του μουσείου, Χόλγκερ Κέμπκενς, η ζωή της νεαρής αριστοκράτισσας «αποτέλεσε τον πυρήνα της ιστορίας της Χιονάτης». «Η ιστορία της Μαρίας Σοφίας ήταν γνωστή στις αρχές του 19ου αιώνα», είπε στο BBC. «Υπάρχουν ενδείξεις -αν και δεν μπορούμε να το αποδείξουμε με απόλυτη βεβαιότητα, ότι η Σοφία υπήρξε το μοντέλο για τη Χιονάτη. Στην εποχή μας, όταν γυρίζονται ταινίες για ένα ιστορικό πρόσωπο αναμειγνύονται και κάποια φανταστικά στοιχεία. Πιστεύω, λοιπόν, ότι εν προκειμένω υπάρχει μια ιστορική βάση, αλλά και φανταστικά στοιχεία».

Η αλήθεια είναι ότι οι ομοιότητες μεταξύ του παραμυθιού της Χιονάτης και της ζωής της νεαρής Γερμανίδας βαρώνης είναι εντυπωσιακές.

Η Μαρία Σοφία φον Έρταλ γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1729 στην πόλη Λορ αμ Μάιν της Βαυαρίας, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. από το Μπάμπεργκ. Ήταν η μοναχοκόρη μιας οικογένειας γαιοκτημόνων αριστοκρατών, του πρίγκιπα Φίλιπ Κρίστοφ φον Έρταλ και της συζύγου του, βαρώνης φον Μπέτεντορφ. Η Μαρία Σοφία ήταν δέκα ετών, όταν έχασε τη μητέρα της. Δύο χρόνια αργότερα ο πατέρας της παντρεύτηκε την χήρα Κλαούντια Ελίζαμπεθ Μαρία φον Βένινγκεν, κόμισσα του Ράιχενσταϊν.

Η Μαρία Σοφία δεν τα πήγαινε καλά με τη μητριά της, που πιστεύεται ότι τη ζήλευε λόγω της καλής φήμης που είχε αποκτήσει στην πόλη για τον καλόκαρδο χαρακτήρα της και τη φιλευσπλαχνία που έδειχνε στους φτωχούς. Η μητριά με τον αυταρχικό χαρακτήρα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να ευνοούνται τα παιδιά από τον πρώτο της γάμο και για να βάλει στο περιθώριο τη θετή της κόρη, πράγμα που φαίνεται ότι κατάφερε καθώς η Μαρία Σοφία δεν μπόρεσε να βρει σύζυγο κι αργότερα μετακόμισε κάπου εκατό χιλιόμετρα μακριά, στο σπίτι μιας Αγγλίδας γεροντοκόρης, όπου έχασε το φώς της και πέθανε σε ηλικία 71 ετών το 1796.

Μια άλλη ομοιότητα μεταξύ της Μαρίας Σοφίας και της Χιονάτης, που επεσήμανε ο ντόπιος ιστορικός, Δρ Καρλχάιντς Μπάρτελς, είναι ότι στο κάστρο, όπου ζούσε η νεαρή Γερμανίδα αριστοκράτισσα με τον πατέρα, τη μητριά και τα θετά αδέλφια της -και το οποίο σήμερα λειτουργεί ως μουσείο- υπήρχε ένας καθρέφτης που είχε χαρίσει ο πρίγκιπας -ιδιοκτήτης βιοτεχνίας καθρεφτών στο Λορ- στη δεύτερη γυναίκα του. Ο καθρέφτης αυτός έφερε στο αριστερό του μέρος την επιγραφή “Amour propre” («αυτοεκτίμηση») -προφανής ο συσχετισμός με τον μαγικό καθρέφτη, που ρωτούσε η μητριά της Χιονάτης “ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο”-. Ο καθρέφτης είχε κατασκευαστεί το 1720 και σήμερα αποτελεί ένα από τα εκθέματα του μουσείου Spessart. Η περιοχή του Λορ ήταν φημισμένη για τους καθρέφτες που κατασκευάζονταν εκεί. Μάλιστα έλεγαν ότι οι καθρέφτες ήταν τόσο καλοί, που μιλούσαν κι έλεγαν πάντα την αλήθεια...

Πέραν όλων αυτών, γύρω από το Λορ αμ Μάιν υπήρχε -όπως και στο παραμύθι της Χιονάτης- ένα τρομακτικό δάσος, κατάμεστο από ληστές που επιτίθεντο στους ταξιδιώτες. Υπήρχαν όμως και ορυχεία ασημιού και χαλκού, όπου εργάζονταν παιδιά, στα οποία έδινε συχνά φαγητό η σπλαχνική Μαρία Σοφία και έπαιζε μαζί τους. Τα παιδιά χρησιμοποιούντο την εποχή εκείνη στα ορυχεία επειδή κινούνταν άνετα -όπως οι επτά νάνοι του διάσημου παραμυθιού- στις στενές στοές τους...