Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάτρας ήταν ένα χρόνιο αίτημα της περιοχής και η κατάληξη μιας προσπάθειας που ξεκίνησε στις αρχές τα δεκαετίας του ΄80 και συνεχίστηκε με επιμονή από την πλευρά των φορέων οι οποίοι ανέλαβαν την ευθύνη της προώθησης αυτού του συλλογικού αιτήματος. Ενός αιτήματος που είχε στόχο να θέσει την Πάτρα στο μουσειολογικό χάρτη και να της δώσει μια σημαντική θέση σε αυτόν.

Το μουσείο της πόλης το οποίο πριν λίγες ημέρες έκλεισε τα δέκα χρόνια του, κάποια στιγμή έγινε πραγματικότητα. Το  αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό (καθώς αποτελεί ένα από τα πλέον σύγχρονα κτίρια στον τομέα του στη χώρα), ενώ τα εγκαίνιά του είχαν συνοδευτεί από υψηλές προσδοκίες σε ό,τι αφορά την επισκεψιμότητα και την συμβολή του στην ενίσχυση του πολιτιστικού και τουριστικού προϊόντος της Αχαΐας.

Δέκα χρόνια μετά, σε έναν πρώτο απολογισμό, τα ερωτήματα είναι πολλά. Έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια σχέση μεταξύ των πολιτών της ευρύτερης περιοχής και του Μουσείου; Έχουμε καταφέρει να «φωτίσουμε» το Μουσείο μέσα από τη δημιουργία και προβολή μιας θετικά αναγνωρίσιμης ταυτότητας για τους επισκέπτες; Έχουμε καταφέρει να εντάξουμε το Μουσείο της Πάτρας σε ένα συνολικό τουριστικό σχέδιο;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα δεν δικαιολογούν ούτε αισιοδοξία, ούτε εφησυχασμό, παρά τις πολύ σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί  από τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει την ευθύνη της λειτουργίας του και των αξιόλογων δράσεων που αυτό φιλοξενεί.

Το Μουσείο της πόλης, εξακολουθεί να διεκδικεί τη σύνδεσή του με την πόλη και τον τουρισμό, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα που αποτελούν κατά καιρούς τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια ανάπτυξης και ενίσχυσής του. Προβλήματα τα οποία δεν είναι άσχετα με την γενικότερη οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα, τον περιορισμό των κρατικών επιχορηγήσεων, τη δυστοκία πρόσληψης προσωπικού, τη χαμηλή τουριστική κίνηση της Πάτρας και τις ανεπαρκείς τουριστικές δομές.

Στα αδύναμα σημεία του Μουσείου μας, συμπεριλαμβάνονται επίσης η θέση του εκτός πόλης σε συνδυασμό με την ανεπαρκή συγκοινωνιακή σύνδεση και συγκοινωνιακή  σήμανση και βεβαίως η αξιοποίηση του περιβάλλοντα χώρου, κάτι το οποίο έχει δρομολογηθεί στο πλαίσιο του έργου  ”Ενοποίηση σημείων ενδιαφέροντος και ανάπλαση της περιοχής πέριξ του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών” που αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους πολίτες και τους επισκέπτες.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση, ότι δεν αρκεί να αποκτάς μια υποδομή. Εξίσου σημαντικό, αν όχι πολύ πιο σημαντικό, είναι το να αξιοποιείς αυτή την υποδομή στη βάση ενός σχεδιασμού ανάπτυξης που να την αφορά ή να την χρησιμοποιεί ως ορμητήριο. Σε αντίθεση περίπτωση μιλάμε για μετατροπή μιας  αναπτυξιακής υποδομής σε  «μουσειακή υποδομή», με δική μας ευθύνη.

Είναι χρέος όλων των φορέων της περιοχής λοιπόν να δημιουργήσουν διόδους επικοινωνίας του Μουσείου με την πόλη και προβολής των πολλών πλεονεκτημάτων του (εντυπωσιακό σύγχρονο αρχιτεκτόνημα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ανασκαφικά ευρήματα, υπέροχα ψηφιδωτά δάπεδα, άκρως ενδιαφέρουσα θεματική παρουσίαση εκθεμάτων ως όψεων της ζωής στην περιοχή κατά την αρχαιότητα, πλούσιες παράλληλες δράσεις κλπ).

Δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε να αυξηθεί εντυπωσιακά η επισκεψιμότητα του Μουσείου, να αποκτήσει αναγνωσιμότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αν δεν το ανάγουμε σε brand της πόλης, αν δεν αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες για την προβολή του, αν δεν το εντάξουμε στο πρόγραμμα τουριστικής προβολής της περιφέρειας σε εξέχουσα θέση, αν δεν το εντάξουμε σε ένα δίκτυο μουσείων και πολιτιστικών φορέων με το οποίο θα συνδέεται και θα αλληλεπιδρά.

Τα δέκα χρόνια του Μουσείου, είναι αφορμή για να επανεξετάσουμε το ρόλο και τη δυναμική του. Να σχεδιάσουμε το μέλλον του.