Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που αναφέρεται στη θεραπεία των δαιμονισμένων Γαδαρηνών (Ματθ. 8, 28 - 9,1) και το οποίο θα διαβαστεί την Κυριακή στη Θεία Λειτουργία, παραμένει επίκαιρο. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό;

Ορισμένοι πιστεύουν πως δεν υπάρχουν δαιμόνια. Κι αυτό, πράγματι, αποτελεί την καλύτερη βεβαίωση για τον μισάνθρωπο διάβολο, ώστε να εργαστεί αθόρυβα και ανυποψίαστα. Ο ίδιος ο Χριστός, βεβαιώνει, πως υπάρχουν. Αν διαβάσει κάποιος τους ευαγγελιστές, εύκολα, θα το διαπιστώσει. Όμως, δαιμονισμένος είναι κάποιος που έχει μέσα του δαιμόνιο; Θεωρώ πως στηριζόμενοι στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο δαιμονισμός αποτελεί μία κατάσταση που ο καθένας μπορεί να εκδηλώσει. Εκείνο, βέβαια, που χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση είναι η επιμονή. Η εμμονή ενός ανθρώπου σε ένα αρνητικό πάθος, σε μία άσχημη συμπεριφορά προς τον συνάνθρωπο, η θέληση μου να επιμένω στο κακό, όπως αυτό εκδηλώνεται, είτε προς τον εαυτό μου, είτε προς τον άλλον.

Σίγουρα, ο δαιμονισμός δεν είναι μία ευχάριστη κατάσταση. Τόσο για εκείνον που την επιλέγει (αν αγωνίζεται να απαλλαγεί απ’ αυτή), όσο και για εκείνους που την δέχονται. Έχει, σίγουρα, αρνητική φύση ο δαιμονισμός. Όταν επιμένεις να εχθρεύεσαι τον συνάνθρωπο σου, όταν δεν παύεις να μνησικακείς, όταν δεν ξεχνάς το κακό που σου έκανε και πασχίζεις να του το ανταποδώσεις, όταν μισείς τον άλλον, όταν γίνεσαι αυτοκαταστροφικός, όταν κατακρίνεις, όταν επιμένεις σε όλες αυτές τις αρνητικές καταστάσεις, τότε αυτό δεν είναι δαιμονισμός; Η επιμονή στον εγωισμό δεν είναι δαιμονισμός; Η επιμονή στην άρνηση ζήτησης συγχωρητικότητας; Η επιμονή στην άρνηση άφεσης συγχωρητικότητας;

Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που επέλεξε να διακόψει την κοινωνία με τον Θεό, άρχισε να γίνεται μέτοχος της αμεθεξίας του Θεού, της φθοράς, της πτώσης, του θανάτου, του κακού, του πόνου, και όλων εκείνων των καταστάσεων που προήλθαν από την αλλοίωση της φύσης του καλού. Ο διάβολος, ήδη, πριν από την πτώση απείλησε το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Την ελευθερία. Προσέβαλε το αίσθημα του ανθρώπου περί της αυτεξουσιότητας, προκαλώντας την κίνηση του, την προαίρεση του, να κινηθεί προς το μη αγαθό. Κι έτσι έγινε. Ο άνθρωπος έστρεψε την ελευθερία του στην επιλογή του εγωισμού, της ύψωσης του εαυτού πάνω από τον Θεό «ἰσοθεΐα φαντασθείς», όπως λέει ένα τροπάριο. Από εκείνη τη στιγμή, όσο ευάλωτος βρίσκεται της αγάπης του Θεού, τόσο ευάλωτος γίνεται της κακίας του διαβόλου και των ενεργειών του.

Κατόπιν όλων αυτών, ο άνθρωπος αν και έδειχνε αποκομμένος από τον Θεό, δεν καταδικάστηκε. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, θα επισφράγιζε τη νίκη του θανάτου (του κακού εν γένει) κατά του ανθρώπου, επομένως, και κατά της προοπτικής του να γίνει ξανά κατά χάριν θεός. Ο άνθρωπος δεν παρέμεινε «εικόνα διαβόλου», όπως θα ‘λεγε ο Λούθηρος, αλλά εικόνα Θεού. Δεν έχει, λοιπόν, ο διάβολος το πάνω χέρι. Και δεν είναι, πάντοτε, εκείνος υπαίτιος για κάθε αρνητική συμπεριφορά και εκδήλωση του ανθρώπου. Τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Άλλοτε ο άνθρωπος αποφασίζει να αναφέρει την ύπαρξη του στον διάβολο κι άλλοτε έχει αυτή τη ροπή της κακότητας, της εμπάθειας, του φθόνου, της κατάκρισης, καταστάσεις από τις οποίες θέλει να απαλλαγεί.

Δεν μπορεί η τελική νίκη να ανήκει στον διάβολο. Και δεν μπορεί να γίνεται ο κυρίαρχος του Θεού. Μπορεί να πλεονάζει η αμαρτία, αλλά η χάρη του Θεού περισσεύει και με το παραπάνω (Ρωμ. 5,20). Κι αν η παρακοή οδήγησε ώστε να καταστούν αμαρτωλοί πολλοί, η υπακοή πολλοί γίνονται δίκαιοι (Ρωμ. 5, 19). Η θέληση του ανθρώπου δεν συμβιβάζεται με την επιμονή. Η επιμονή, εκτός από εωσφορική, αποτελεί προσωπική επιλογή, ένα ακόμη βασανισμένο απωθημένο που θέλει να βρει την άκρη και δεν την βρίσκει. Δεν νοσεί η φύση του ανθρώπου∙ κάτι τέτοιο σημαίνει την καταδίκη της ανθρωπινότητας. Νοσεί η προαίρεση του. Κι αυτή χρειάζεται να γιατρευτεί.

Να γιατρευτεί η σκέψη του ανθρώπου, η προαίρεση του, η θέληση του, ο νους του να φωτίσει από την κοινωνία με τον Θεό και να απεμπολήσει το έρεβος στο οποίο έχει παραδοθεί. Έρχεται ένας λογισμός που βλάπτει τον νου; Είναι λογικό να έρθει, όχι, όμως, να μείνει. Αν μείνει και αρχίσει και προσβάλλει τον νου, αυτό είναι επιλογή του ανθρώπου, και πολλές φορές γίνεται με τη συνεργία του διαβόλου. Η προσευχή, η ευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», η επίκληση του Ονόματος του Θεού, η προσευχή ώστε να φωτίσει το Άγιο Πνεύμα το νου και ο Θεός να άρει τις αδυναμίες, η ελεημοσύνη, η ταπείνωση, η υπακοή, η σιωπή, η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δεν αποτελούν απλά ηθικές ιδιότητες που βγάζουν τον άνθρωπο από τα αδιέξοδα που του προκαλεί ο διάβολος, αλλά σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού προς τον άνθρωπο. Και σε τέτοιες στιγμές, ο Θεός εργάζεται με τον δικό Του τρόπο, ανεξιχνίαστο, έως και παράλογο, για τη σωτηρία του ανθρώπου από τους δαιμονισμούς που πλήττουν την ύπαρξη του.

«Τα πονηρά πνεύματα δεν διεισδύουν στην ουσία της ψυχής τους. Όχι! Κυριεύουν μόνο τα μέλη του σώματος, όπου εδράζεται η δύναμη της ψυχής τους, και, πιέζοντάς τα αφόρητα, πνίγουν στά σκοτάδια τή νοητική τους δύναμη. Παρόμοια συμπτώματα παραφροσύνης προκαλούν, για παράδειγμα, η υπερβολική κατανάλωση κρασιού, ο υψηλός πυρετός, το δριμύ ψύχος και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, που εξουθενώνουν το σώμα μας… Πολύ πιο σοβαρή και φοβερή, όμως, είναι η κατάληψη αυτών που, ενώ είναι ελεύθεροι σωματικά, υφίστανται μιά κατοχή πιο ολέθρια: Είναι ψυχικά υποδουλωμένοι στον διάβολο, αιχμάλωτοι των παθών και των δαιμονικών ηδονών. Η συμφορά αυτών των ανθρώπων είναι πολύ απελπιστική, επειδή, όντας υποχείριοι των δαιμόνων, δεν αντιλαμβάνονται την τυραννία που υφίστανται, αλλά και δεν αφήνουν να φανεί κανένα σημάδι που θα αποκάλυπτε την κατοχή τους από τον διάβολο. Πολλοί, μάλιστα, δεν υποβάλλονται σε καμιά δοκιμασία άξια των αμαρτωλών τους πράξεων. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι ανάξιοι να δεχθούν τό αποτελεσματικό φάρμακο των θλίψεων, που προσφέρεται σ’ αυτή τη ζωή» (Αββάς, Κασσιανός, Τα πονηρά πνεύματα).