"Κάθε χρόνο στην Ελλάδα ένα μικρό χωριό πεθαίνει λόγω αυτοκτονιών. 500 άτομα δίνει η στατιστική υπηρεσία, αλλά δυστυχώς είναι πολλά περισσότερα. Παρ' όλα αυτά δεν λαμβάνονται μέτρα παρότι σε ποσοστό 95% η αυτοκτονία μπορεί να προληφθεί". 

Πρόκειται για συγκλονιστικά στοιχεία που δίνει στην εφημερίδα Πελοπόννησος και στην δημοσιογράφο Μαρίζα Ριζογιάννη,ο ψυχίατρος, πρόεδρος ΔΣ και επιστημονικός διευθυντής της «ΚΛΙΜΑΚΑΣ» Κυριάκος Κατσαδώρος.

Αφορμή για την κουβέντα αποτέλεσε το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα ανεβαίνει ανησυχητικά ο αριθμός των αυτοκτονιών. Τον προηγούμενο μήνα, μόνον στην περιφέρειά μας, σημειώθηκαν έξι αυτοκτονίες. Τον ίδιο μήνα σε ολόκληρη τη χώρα έχασαν τη ζωή τους 53 άτομα.

«Στην περιοχή της Αχαΐας είναι πράγματι αρκετά αυξημένος ο αριθμός των αυτοκτονιών αλλά είναι μικρότερος σε σχέση με τα περιστατικά που έχουμε στα Ιόνια Νησιά, τα Γιάννενα και την Κρήτη. Πανελλαδικά το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο και αφορά εφήβους, νέους και ηλικιωμένους» επισημαίνει ο κ. Κατσαδώρος.

Αυτό που τον προβληματίζει και τον ανησυχεί είναι το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται μέτρα. «Δεν υπάρχει καμία άλλη ασθένεια που να μην έχει στρατηγική αντιμετώπισης. Και το επισημαίνω αυτό διότι η αυτοκτονία προλαμβάνεται σε ποσοστό 95%. Κι όταν λέω εθνική στρατηγική, εννοώ μία στρατηγική που θα έχει στον πυρήνα της την προβλεψιμότητα, την καταγραφή και το κομμάτι των ευθυνών.

Κάποιος έχει ευθύνες γι' αυτό που συμβαίνει. Χρόνια συζητάμε, για παράδειγμα, ότι η Αστυνομία δεν πρέπει να εμπλέκεται στη μεταφορά των ψυχικά ασθενών κι αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Εσείς στην Πάτρα ζήσατε πρόσφατα ένα τέτοιο συμβάν».

Το περιστατικό στο ΠΓΝΠ Πατρών

Με αφορμή το περιστατικό της Πάτρας, ο κ. Κατσαδώρος επισημαίνει ότι «είναι απαράδεκτο να έχουμε αυτοκτονίες μέσα σε νοσοκομειακά ιδρύματα. Κάποιος έχει ευθύνη γι' αυτό. Πρέπει επίσης να εξετάσουμε τα γενεσιουργικά αίτια που οδήγησαν κάποιον στην αυτοκτονία.

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, ο ασθενής πριν φτάσει στην αυτοκτονία εκδηλώνει συμπτώματα τα οποία ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας μπορεί να τα διαγνώσει και να προλάβει το συμβάν. Το τονίζω αυτό διότι είναι ανεπίτρεπτο να χάνονται ανθρώπινες ζωές όταν μπορούμε να τις σώσουμε».