Σε μία κατάσταση που θυμίζει την προσφυγική Ειδομένη, ζουν για περίπου δύο δεκαετίες 3.000 ρομά του οικισμού «Αγία Σοφία» στο δήμο Δέλτα Θεσσαλονίκης.

Οι περισσότεροι μένουν σε λυόμενα που είναι χειρότερα από τις σύγχρονες σκηνές που είχαν προμηθεύσει τότε τους πρόσφυγες οι οργανώσεις, δεν έχουν νερό και επαρκές αποχετευτικό δίκτυο, τα σκουπίδια σχηματίζουν βουνά, τα στάσιμα νερά συντελούν σε μολύνσεις ενώ όταν βρέχει, κάποια σημεία του οικισμού είναι απροσπέλαστα.

Ο αυτοδιαχειριζόμενος οικισμός «Αγία Σοφία» εγκαινιάστηκε το 2000, σε 149 στρέμματα του πρώην Στρατοπέδου Γκόνου με πρωτοβουλία του τότε υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και με στόχο την στέγαση 3.000 σκηνιτών τσιγγάνων, οι οποίοι ζούσαν στην κοίτη του Γαλλικού ποταμού, αλλά και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Έκτοτε, έγιναν σποραδικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και σταδιακά ο οικισμός, που φιλοδοξούσε να αποτελέσει πρότυπο διαχείρισης, εγκαταλείφθηκε στην τύχη του όσον αφορά τα απαιτούμενα έργα.

Λόγω των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων των ρομά- παντρεύονται σε εφηβική ηλικία, του γεγονότος ότι τα σχολικά συγκροτήματα είναι μακριά από τον οικισμό αλλά και διάφορων άλλων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, η σχολική διαρροή είναι τεράστια ενώ το μοναδικό δημόσιο κτίριο που λειτουργεί στον οικισμό, το νηπιαγωγείο, αντιμετωπίζει μεγάλες υλικοτεχνικές ελλείψεις.

Το πρώην στρατόπεδο Γκόνου ξαναήρθε στην επικαιρότητα όταν αποφασίστηκε να εγκατασταθεί στην υπόλοιπη έκτασή του, το εμπορευματικό και διαμετακομιστικό κέντρο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ένταξη και Ενδυνάμωση των Ρομά» που συγχρηματοδοτείται από πόρους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ανακοίνωσε ότι θα παρέχει τους πόρους για τις μελέτες και τα έργα που απαιτούνται στον οικισμό. Ωστόσο, αν και έχουν περάσει μήνες από την ανακοίνωση του προγράμματος, οι διαδικασίες για την σύνταξη τεχνικών μελετών, την εκταμίευση των κονδυλίων και την τελική υλοποίηση των έργων, είναι στα σπάργανα, αφήνοντας τους ρομά, για ακόμη μία χρονιά στο περιθώριο της κοινωνίας.

Η έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ ξεκίνησε με αυτοψία στον οικισμό που εγκαινιάστηκε με την φιλοδοξία να αποτελέσει πρότυπο και για άλλους χώρους για ρομά. Εντούτοις, 20 χρόνια μετά, οι δομές -όπως το κτίριο πολλαπλών δράσεων- έχουν ρημάξει, οι κοινόχρηστοι χώροι έχουν καταληφθεί, και τα λυόμενα που συμπλήρωσαν 20 χρόνια ζωής μπάζουν από παντού. Μοναδική «παραφωνία» στον οικισμό, αποτελούν περίπου 20 δίπατα σπίτια που έχουν χτιστεί από κάποιους ρομά, με εντυπωσιακές προσόψεις με κολωνάκια, εξωτερικές σκάλες και μεγάλες τζαμαρίες απ' όπου διακρίνονται χρυσοποίκιλτα, βαριά έπιπλα.

Η πλειοψηφία των ρομά, τσαλαβουτάει σε στάσιμα νερά, δεν έχει νερό και ζει ένα μαρτύριο τον χειμώνα αφού αδυνατεί να ζεστάνει τις πρόχειρες κατασκευές.