Περίπου το 90% των λαχανικών και των φρούτων που πωλείται στη βουλγαρική αγορά εισάγεται από άλλες χώρες και οι Βούλγαροι παραγωγοί βρίσκονται σε δεινή θέση.

Αυτό δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής της Ομοσπονδίας Παραγωγών Φρούτων - Λαχανικών της Βουλγαρίας Τσάβνταρ Μαρίνοφ (Chavdar Marinov) στη δημόσια ραδιοφωνία της χώρας (BNR) παραθέτοντας, παράλληλα, στοιχεία που δεν χωρούν - όπως είπε - αμφιβολία για το μέγεθος του πλήγματος που υφίστανται οι παραγωγοί από τις εισαγωγές των προαναφερόμενων προϊόντων.

Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Μαρίνοφ (πρόκειται για στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την εθνική στατιστική υπηρεσία), από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο του 2018 αυξήθηκε κατά 11,7% (σε ετήσια βάση) η εισαγωγή λαχανικών και διαμορφώθηκε στους 226,700 τόνους και οι εισαγωγές φρούτων παρουσίασαν, επίσης, άνοδο (+9,4%, στους 255,300 τόνους).
«Παράλληλα, ο όγκος παραγωγής των λαχανικών και φρούτων στην εγχώρια αγορά, κατέγραψε μείωση 2% (το ίδιο διάστημα), παρά το γεγονός ότι οι αγρότες στη Βουλγαρία έλαβαν επιχορηγήσεις αξία 1,3 δισεκατομυρίων ευρώ πέρυσι. Ποσοστό άνω του 50% των επιχορηγήσεων προήλθε από ευρωπαϊκά κονδύλια και το υπόλοιπο από εθνικούς πόρους», δήλωσε ο υπουργός Γεωργίας και Τροφίμων της Βουλγαρίας Ρούμεν Ποροζάνοφ, σύμφωνα με τη δημόσια ραδιοφωνία.

Προφανώς, ο αγροτικός τομέας στη Βουλγαρία δεν βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και αυτό γίνεται αισθητό από τους καταναλωτές - μετέδωσε η βουλγαρική ραδιοφωνία, προσθέτοντας ότι μικρές ποσότητες αβγών, φρούτων, λαχανικών, κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων από Βούλγαρους παραγωγούς πωλείται στα καταστήματα, ενώ το υπόλοιπο -που ξεπερνά το 80%- προέρχεται από τις αγορές της Τουρκίας, της Ελλάδας, της Πολωνίας, της Σερβίας και της Βόρειας Μακεδονίας.

«Ο αγροτικός τομέας "σχηματίζει" περίπου το 5% του ΑΕΠ της Βουλγαρίας. Πριν από 30 χρόνια, η Βουλγαρία εξήγαγε τρόφιμα σε όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Έπειτα από την περίοδο μετάβασης από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία, ο τομέας της γεωργίας υπέστη πολλές μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, καμία από αυτές δεν είχε τα επιθυμητά, αναμενόμενα αποτελέσματα, αν και οι παραγωγοί πήραν πίσω τη γη τους που είχε κρατικοποιηθεί στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ωστόσο, οι νέοι αγρότες, έγιναν ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων γης, συνήθως μικρότερης του ενός εκταρίου και δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν οικονομικά τις οικογένειές τους. Επίσης, δεν μπορούσαν να καταστούν ανταγωνιστικοί τόσο στην εγχώρια, όσο και στις αγορές του εξωτερικού» επισημαίνεται.

Προστίθεται επίσης ότι «πολλοί νέοι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τα χωριά τους και πήγαν στις πόλεις αναζητώντας καλύτερο επίπεδο ζωής. Στα χωριά κατοικούν κυρίως συνταξιούχοι και μόνο καλλιεργητές σιτηρών κατάφεραν να προσαρμοστούν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε εταιρείες που εξάγουν σιτηρά στην Ευρώπη. Η καλλιέργεια αρωματικών φυτών από τα οποία παράγονται τα αιθέρια έλαια τριαντάφυλλου και λεβάντας παραμένει σημαντική δραστηριότητα των αγροτών. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, συνολικά 81.000 τόνοι αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είχαν καλλιεργηθεί το 2017».