Στις αρχές του 18ου αιώνα, με την Αγγλία να βρίσκεται σε πόλεμο με του Γάλλους, η βασίλισσα Άννα καταλαμβάνει το θρόνο και η στενή της φίλη η Δούκισσα Σάρα κυβερνά τη χώρα στη θέση της, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει την εύθραυστη υγεία της βασίλισσας. Όταν μία νέα υπηρέτρια, η Άμπιγκειλ, φτάνει στο παλάτι, γίνεται αμέσως η αγαπημένη της Σάρα.

Με κέντρο την αδύναμη μορφή της βασίλισσας Άννας, αλλά με τη βαρύτητα της βασιλικής εξουσίας να τραβά πάνω της τους πάντες, η ηθοποιός Όλιβια Κόλμαν δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία με το βλέμμα της να είναι όσο χίλιες λέξεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η σκηνή της στο χορό. Μακιγιαρισμένη η ίδια να δείχνει γελοία, μια καρικατούρα ηγεμόνα πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, σε μια γκροτέσκο μάζωξη τρυφηλών και ξιπασμένων αριστοκρατών. Μια στιγμή πριν ζητήσει να αποχωρήσει, το πρόσωπο της έχει μια παγωμένη έκφραση, μέσα από τα μάτια της αναδύεται μια σπαρακτική απόγνωση. Δεν έχει καταρρεύσει μόνο η εικόνα που πρέπει να αποπνέει η θέση του μονάρχη, έχει συνθλιβεί ο άνθρωπος, κάτω από το βάρος της ανούσιας ύπαρξης στο παλάτι και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που επιδιώκουν όλοι.

Μόνο στήριγμα της η Σάρα - της πολύ καλής Ρέητσελ Βάις - που ντυμένη αντρικά έχει πάρει το ρόλο του αρσενικού απέναντι στους άντρες αλλά και στη βασίλισσα. Σκληρή και χειραγωγός ελέγχει τα πράγματα μέσω της εξουσίας που έχει, κρατώντας τη βασίλισσα στο λουρί της, ένα λουρί που έχει σφυρηλατήσει με την ερωτική επιθυμία και ανάγκη, με την συνεχή υποτίμηση εκ μέρους της βασίλισσας – που όταν μπορεί ξεσπά σε μικρούς λακέδες μόνο και μόνο για να νιώσει ότι κάπου της έχει μείνει λίγη εξουσία. Η μονάρχης έχει πειστεί ότι δεν μπορεί και δεν ξέρει να κυβερνήσει και αυτό φαίνεται να το κάνει με επιτυχία η Σάρα που δείχνει να είναι η ευνοούμενη της βασίλισσας, ενώ την έχει πείσει ότι εκείνη την ευνοεί με την παρουσία της κοντά της.


Αυτά μέχρι να εμφανιστεί η Άμπιγκέιλ – της Έμα Στόουν. Από την λάντζα - την βάση της πυραμίδας του παλατιού - αρχίζει να αναρριχάται με όπλο την ειλικρίνειά της και μια αθωότητα που φαίνεται να φτάνει στα όρια της αφέλειας. Όμως, είναι έτοιμη να κάνει περισσότερα από ό, τι φαίνεται να είναι ικανή, περισσότερα από όσα καυχιέται η Σάρα ότι μπορεί.

Ο Λάνθιμος –με τη βοήθεια του σεναρίου των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα - στήνει μια μπαρόκ σκακιέρα, τοποθετώντας πάνω της έναν κόσμο σκοτεινό κι απάνθρωπο. Έχοντας ως φόντο τις πολιτικές ίντριγκες της εποχής, ξεδιπλώνει ένα δράμα χαρακτήρων γεμάτο ένταση, την οποία, ωστόσο, δεν διστάζει ακόμα και να παρωδήσει - η χρήση της μουσικής είναι ενδεικτική ως προς αυτό. Παίζοντας σε μια υφολογική παλέτα που ξεκινά από το ιστορικό δράμα εποχής και φτάνει οριακά ακόμα και μέχρι το ψυχολογικό θρίλερ, ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα κινηματογραφικό έργο χτισμένο πάνω σε στέρεες θεατρικές βάσεις, παρασύροντας τον θεατή στους στροβίλους ενός ερωτικού τριγώνου, που δεν μάχεται απλώς για την κοσμική εξουσία, αλλά για την ίδια του την σωματική και ψυχολογική επιβίωση. Εκπληκτικά τα νυχτερινά πλάνα, γυρισμένα μόνο υπό το φως των κεριών, τα οποία πιστά αποτυπώνουν την κλειστοφοβική και γκροτέσκ ατμόσφαιρα του παλατιού.

Τα προβλήματα στο έργο δημιουργούνται από την αισθητική ποπ διαφημιστικού, που διατρέχει όλη την ταινία – εκνευριστική και κουραστική η ανούσια και υπερβολική χρήση σούπερ ευρυγώνιων φακών. Ο Λάνθιμος φαίνεται ότι μελετά πολλές ταινίες πριν αρχίσει να κάνει τη δικιά του, αλλά θα βοηθούσε πολύ να διάβαζε και κάποιο βιβλίο από Μπαλζάκ, Όσκαρ Ουαιλντ κ.α., ώστε να κατανοήσει καλύτερα τα πάθη των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Οι χαρακτήρες μπορεί να μην είναι σπασμένες κούκλες, όπως στις άλλες ταινίες του Λάνθιμου, είναι, όμως, μονοδιάστατοι, με πλήρη απουσία θετικών συναισθημάτων. Ακόμα και η διαφορά κινήτρων ανάμεσα στην ανερχόμενη υπηρέτρια - προσωπικό όφελος - και τη δούκισσα Σάρα - φροντίδα για την πατρίδα - δεν αποδίδεται ουσιαστικά. Επιπλέον, ο Λάνθιμος θέλει να κλείνει τις ταινίες του με έναν τρόπο που να τις αφήνει ανοιχτές ή μετέωρες. Όμως, συνήθως, αστοχεί.


Στη συγκεκριμένη ταινία υπάρχει μια απόπειρα να αποδοθεί η αποσύνθεση των προσώπων που χάνουν την αυτοτέλεια τους σε μια περιδίνηση κυριαρχούμενη από πάθη, που εν προκειμένω συμβολίζονται από τα κουνέλια, τα υποκατάστατα των νεκρών παιδιών της βασίλισσας που την στοιχειώνουν. Όλα καλά σε επίπεδο πρόθεσης, σε επίπεδο εκτέλεσης, όμως, ο Λάνθιμος αποτυγχάνει παντελώς. Λόγω χρήσης κακής κινηματογραφικής τεχνικής, μάλλον μένεις με την απορία και την αίσθηση πως έγινε κάποιο λάθος.

Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, 2018
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Ντέμπορα Ντέιβις, Τόνι ΜακΝαμάρα
Φωτογραφία: Ρόμπι Ράιαν
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Πρωταγωνιστούν: Ολίβια Κόλμαν, Ρέιτσελ Βάις, Εμα Στόουν, Νίκολας Χουλτ, Τζο Αλγουιν
Διάρκεια: 120 λεπτά

ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ODEON VESO MARE


The Favourite - Η Ευνοούμενη - Official Trailer