Το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ πραγματοποίησε την περιοδική έρευνα για την κίνηση της αγοράς κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Οι πωλήσεις κατά την εορταστική περίοδο κινήθηκαν σε οριακά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι.

Σύνοψη αποτελεσμάτων

  • Χαμηλότερος ήταν ο χριστουγεννιάτικος τζίρος για τις μισές επιχειρήσεις 51% σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2017, το οποίο ήταν 42% (με μειώσεις της τάξης του 10%-20%). Ο κλάδος που επλήγη περισσότερο είναι η ένδυση/υπόδηση, ενώ αυτός των τροφίμων ποτών είχε τις μικρότερες απώλειες. 
  • Αύξηση στις πωλήσεις κατέγραψε μόλις το 18% των επιχειρήσεων. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 24% για όσες επιχειρήσεις απασχολούν μισθωτή εργασία και σε 28,6% για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι περισσότερο χαμένοι ήταν οι αυτοαπασχολούμενοι έμποροι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. 
  • Οπωσδήποτε, σημαντικές διαφοροποιήσεις παρουσιάστηκαν και μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται στις εμπορικές πιάτσες και οι οποίες συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο μερίδιο του τζίρου. 
  • Την υποτονική σε τζίρο έναρξη της εορταστικής περιόδου ακολούθησε η πολύ έντονη αγοραστική κίνηση των τελευταίων ημερών. Έτσι, φαίνεται ότι η καλύτερη περίοδος των εορτών από άποψη αγοραστικής κίνησης, ήταν η εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα (45%), ενώ για ένα σημαντικό ποσοστό (32%), η εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. 
  • Καλύτερα ή χειρότερα ένα είναι σίγουρο: κινήθηκαν περισσότερο τα πιο φτηνά προϊόντα (46,8%) σε αντίθεση με τα πιο ακριβά (3,7%). 
  • Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το εύρημα του τρόπου κάλυψης των αναγκών σε προσωπικό. Η πλειοψηφία 74,5% αναγκάστηκαν να καλύψουν οι ίδιοι το διευρυμένο ωράριο και 22,3% επέλεξαν να διευρύνουν το ωράριο των μισθωτών τους.
  • Σχεδόν οι 4 στους 10 επιχειρηματίες πραγματοποίησαν προσφορές στα καταστήματά τους κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με πέρυσι.
  • Τέλος, τα 3⁄4 των επιχειρήσεων φαίνεται ότι κατάφεραν να καλύψουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους.

Αναλυτική παρουσίαση αποτελεσμάτων της έρευνας

Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ για την κίνηση της αγοράς την περίοδο των Χριστουγέννων, σε μία στις δύο επιχειρήσεις ο τζίρος κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρονιάς, σε μία στις τρεις παρέμεινε σταθερός και μία στις πέντε πραγματοποίησε υψηλότερες πωλήσεις σε σύγκριση με πέρυσι.


Από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι οι πωλήσεις μειώθηκαν σε σύγκριση με την περυσινή χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδο, το 15% είχε πτώση έως και 10%, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις (45%) είχαν μείωση από 11 – 20%. Τέλος, ποσοστό 17% κατέγραψε μείωση στις πωλήσεις του άνω του 41% (Πίνακες 6-7).


Βεβαίως, οι βασικές αυτές διαπιστώσεις διαφοροποιούνται αισθητά ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης, το είδος αλλά και την περιοχή που είναι εγκατεστημένη. Έτσι, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όσες δηλαδή, έχουν μεγαλύτερο τζίρο και απασχολούν προσωπικό, εμφανίζουν μια σαφώς καλύτερη εικόνα. Το ίδιο ισχύει και εάν κάποιος εξετάσει τη γεωγραφική περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Στην Αττική και στη Νότια Ελλάδα περισσότερες επιχειρήσεις πήγαν καλύτερα σε σύγκριση με τη Βόρεια ή την Κεντρική Ελλάδα. Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον πολυπληθή και παραδοσιακό κλάδο της ένδυσης, ο οποίος καταγράφει χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με άλλους κλάδους.


Η καλύτερη περίοδος των εορτών σύμφωνα με τη γνώμη του εμπορικού κόσμου ήταν η εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα σε ποσοστό 45%, ενώ το 32% των επιχειρηματιών δήλωσαν ότι η εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς υπήρχε εντονότερη αγοραστική κίνηση. Τέλος, ένας στους πέντε επιχειρηματίες (22%) δεν διέκρινε κάποια διαφοροποίηση όσον αφορά την αγοραστική κίνηση κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι από το σύνολο των εμπορευμάτων που προσφέρουν οι εμπορικές επιχειρήσεις τα πιο φθηνά φαίνεται να κινήθηκαν περισσότερο (47%).


Οι περισσότερες επιχειρήσεις (75%) κάλυψαν τις ανάγκες του διευρυμένου εορταστικού ωραρίου με προσωπικό χρόνο του ιδιοκτήτη.


Το 39% των επιχειρήσεων διέθεσαν κάποια από τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες τιμές, ώστε να προσελκύσουν το καταναλωτικό κοινό. Το ύψος των προσφορών για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, κυμάνθηκε είτε μεταξύ 10% έως 20%, είτε μεταξύ 20% έως 40%.


Φαίνεται ότι σταδιακά η χρήση του πλαστικού χρήματος (πιστωτικών ή και χρεωστικών καρτών) εμπεδώνεται ως επιλογή από τους καταναλωτές σε σύγκριση με την υποχώρηση των μετρητών.


Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε πολύ υψηλό ποσοστό, περίπου 75%, οι επιχειρήσεις κατάφεραν να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.


Ταυτότητα της έρευνας

Tηλεφωνική έρευνα με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε τυχαίο δείγμα 250 εμπορικών επιχειρήσεων σε παραδοσιακές εμπορικές αγορές αστικών κέντρων της χώρας στρωματοποιημένο ανά κλάδο δραστηριότητας και μεγάλη γεωγραφική περιοχή.