Ο αγαπημένος «Νιόνιος» του ελληνικού πενταγράμμου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, εμφανίζεται στο πλήρως ανανεωμένο «Άλσος» και μιλάει για την αγάπη που έχει για την Αθήνα, αν και Θεσσαλονικιός ενώ αναφέρεται και στη μεγαλύτερη μουσική επανάσταση -όπως λέει- το ρεμπέτικο τραγούδι, όπως αναφέρει η realnews.

Είστε ένας Θεσσαλονικιός που αγάπησε την Αθήνα και, µε τον δικό του τρόπο, τη βοηθάει ουσιαστικά. Τι ήταν εκείνο που πυροδότησε µέσα σας το πολύτιµο εγχείρηµα στο «Αλσος»;

Αγαπώ το «Άλσος» από µικρό παιδί, αλλά εδώ και χρόνια κατάντησε ένας άρρωστος τόπος µαζί µε όλο το πάρκο. Εκείνη η Μαυροµαταίων ήταν από τους ωραιότερους δρόµους της Αθήνας µε υπέροχα κτίρια και τώρα περνάς από εκεί και είναι σαν… Γκουαντάναµο. Φώναζαν, παρακαλούσαν οι Κυψελιώτες και οι γείτονες, µέχρι σύλλογο έφτιαξαν, και εντέλει -κάτι κάναµε κι εµείς µε τον δαιµόνιο Μαροσούλη και τον Κοταρίδη- εδέησαν και οι αρµόδιοι και εγκατέστησαν επιτέλους σεκιούριτι 24 ώρες το 24ωρο, έβαλαν και φώτα. ∆εν έχει κανέναν φόβο πια, ελάτε στο πάρκο, ελάτε να δείτε τα προγράµµατά µας. Σας το λέω, είναι πολύ ωραία.

Καθώς άκουγα τη συγκινητική αφήγησή σας, συνειδητοποίησα πόσοι από εκείνους που αναφέρατε λείπουν. Παρόλο που τους ακολούθησαν θαυµάσιοι δηµιουργοί, µοιάζει σαν κανείς να µην αντικατέστησε εκείνους τους µουσικούς ογκόλιθους. Γιατί; ∆εν τους χρειάζεται η εποχή µας τους φάρους ή δεν τους αντέχει;

Ναι, δεν φαίνεται να τους χρειάζεται η εποχή µας. Η τέχνη σε εξευγενίζει, αλλά ο κόσµος τώρα φοβάται, δεν έχει λεφτά, µοιάζει λιγόψυχος, το µέλλον παραείναι άδηλο, οπότε ολοένα και περισσότεροι πάνε και κουρνιάζουν δίπλα σε ηγέτες «µάτσο» σαν τον Τραµπ, τον Ερντογάν, τον Πούτιν, τον Ορµπαν και πάει περίπατο η καλλιέργεια. Βέβαια, οι άνθρωποι θα χρειαστούν οπωσδήποτε µιαν αναγέννηση στις τέχνες και στη δηµοκρατία, αλλά αυτό τώρα φαίνεται µεγάλη πολυτέλεια.

Γιατί («µετά το ρεµπέτικο») οι επαναστάσεις στην Ελλάδα δεν πετυχαίνουν;

Γιατί µετά από κάθε θρίαµβο τρωγόµαστε µεταξύ µας. Θαυµάζω τους µεγάλους του ρεµπέτικου. Αυτά τα θεϊκά τσογλάνια ξεκίνησαν από κάτι µικροστέκια στα λιµάνια και σιγά-σιγά, µε τη βοήθεια των Μικρασιατών οµοτέχνων τους, που κατέφτασαν µετά το ’22, έφτιαξαν ένα ρεπερτόριο, κινηµατικό θα έλεγα, που απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Στην πίστα του µεγάλου Βασίλη Τσιτσάνη, µες στον Εµφύλιο, ανέβηκαν και ενώθηκαν χορεύοντας δεξιοί και αριστεροί, µαυραγορίτες και αντιστασιακοί, φοιτητές και εργάτες. Πού ξανάγινε κάτι τέτοιο; Είναι πια κοµµάτι της εθνικής µας µουσικής. Το διδάσκουν στη µουσικολογία σε όλα τα πανεπιστήµια. Γι’ αυτό λέω ότι το ρεµπέτικο είναι η µόνη ελληνική επανάσταση που πέτυχε. ∆εν είναι δική µου κουβέντα, κάποιος άλλος την είπε, νοµίζω ο Γιάννης Τσαρούχης.