Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναστρέψει το εις βάρος της δυσμενές πολιτικό κλίμα, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιδίδεται για μια ακόμη φορά στην προσφιλή της, πλην όμως ατελέσφορη, επιδοματική πολιτική.

Το βασικό επιχείρημα της, ότι ενισχύει μέσω αυτής τα κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, καταρρίπτεται εμφατικά από τους ίδιους τους αριθμούς που δείχνουν ότι ακόμη και τα επιδόματα που δίνει είναι περικομμένα σε μεγάλο βαθμό, εκτός του ότι τα κριτήρια της χορήγησης τους αποκλείουν πολλούς από αυτούς που τα έχουν πραγματικά ανάγκη.

Ξεκινώντας από το περίφημο κοινωνικό μέρισμα, διαπιστώνουμε ότι φέτος είναι μικρότερο. Συγκεκριμένα, αν και τα εισοδηματικά κριτήρια για την καταβολή του παραμένουν τα ίδια με πέρυσι, το ποσό της εν λόγω ενίσχυσης μειώνεται έως και 250 ευρώ.

Παράλληλα, μείωση υπάρχει και στα ανώτατα κλιμάκια των ζευγαριών με παιδιά, αφού το μέρισμα που δικαιούνται μειώνεται στα 1.200 ευρώ μάξιμουμ, αντί των 1.350 ευρώ που ίσχυε πέρσι. 

Όμως, το κοινωνικό μέρισμα ακολουθεί (κι αυτό) την πτωτική πορεία βασικών κοινωνικών επιδομάτων, που η κυβέρνηση έχει περικόψει δραστικά, όπως τα πολυτεκνικά, το ΕΚΑΣ και το αντίστοιχο του πετρελαίου θέρμανσης.

Ειδικότερα σε ό, τι αφορά το επίδομα του πετρελαίου θέρμανσης, αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 210 εκατ. ευρώ που ήταν το 2014 το περιόρισε στα 60 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, κατέστησε πιο αυστηρά τα κριτήρια καταβολής του, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι δικαιούχοι, ενώ κατάργησε την προκαταβολή και μείωσε την επιδότηση ανά λίτρο.
Πέραν αυτών, υπενθυμίζεται ότι η πολυδιαφημιζόμενη κυβερνητική επιδοματική πολιτική δεν είναι στο σύνολο της προϊόν επιβράβευσης μιας παραγωγικής οικονομίας, αλλά απόρροια μιας υπέρμετρης και εξοντωτικής υπερφορολόγησης.

Ιδίως ως προς την κατακόρυφη αύξηση της έμμεσης φορολογίας, ας σημειωθεί ότι αυτή είναι κατεξοχήν κοινωνικά άδικη, εφόσον αυξάνει το κόστος των βασικών καταναλωτικών δαπανών και πλήττει ανεξαιρέτως τους πάντες, εννοείται και τα ασθενέστερα στρώματα τα οποία υποτίθεται ότι στηρίζει η κυβέρνηση.

Εκείνο που χρειάζονται χιλιάδες συμπολίτες μας που είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι δεν είναι κάποιο οικονομικό βοήθημα, η παράταση στην καταβολή του επιδόματος ανεργίας ή η αύξηση του, αλλά μια δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές.

Ωστόσο, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας απαραίτητη συνθήκη είναι η έλευση επενδύσεων, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει ένα διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής που να τις ενθαρρύνει, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.    

Η Νέα Δημοκρατία έχει ένα ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει ο πρόεδρος της και αυριανός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και  αποσκοπεί σε μια ετήσια ανάπτυξη κατά μέσο όρο στο 4% του ΑΕΠ, η οποία θα επιφέρει εκτός άλλων και τη δημιουργία 600.000 θέσεων εργασίας, έως το 2021.

Κεντρική επιλογή σε αυτό το πρόγραμμα αποτελεί η δραστική μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, οι οποίες σήμερα έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη και αποθαρρύνουν κάθε επενδυτική πρωτοβουλία.  Μόνο έτσι θα αποτραπεί το κύμα φυγής των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και η πατρίδα μας θα γίνει πόλος έλξης νέων επενδύσεων που με τη σειρά τους θα φέρουν νέες δουλειές για τους συμπολίτες μας.

Αυτή είναι η έμπρακτη «απάντηση»  στην ακραία φτώχεια που μαστίζει μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, την οποία οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, απλώς, αναδιανέμουν με «ψίχουλα».