Η Αράχωβα ένα από τα πιο όμορφα κι «αρχοντικά» χωριά της Δυτικής ημιορεινής Αιγιάλειας, εκτός από τις φυσικές του ομορφιές και το μαγευτικό του θέρετρο, το φημισμένο Μικρόνι, έχει αναδείξει κι αρκετές μεγάλες μορφές, που ξεπήδησαν από τη γη του κι έγραψαν λαμπρή ιστορία στα Γράμματα και τις Τέχνες. Το Μικρόνι, κοντά στο χωριό που πνίγεται στα τρεχούμενα νερά, απλώνεται μέσα σε πανύψηλα, περήφανα ελάτια, σε καταπράσινα βοσκοτόπια και σε γραφικές βρυσούλες. Προπολεμικά το Μικρόνι είχε χαρακτηρισθεί «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», γιατί  όποιος πήγαινε εκεί για παραθέρισμα, ξανάνιωνε και αποκτούσε την υγεία του, όποια αρρώστια και αν τον είχε χτυπήσει.

Οι παλιοί Αραχωβίτες  έχουν να θυμηθούν τις καλοκαιρινές συνάξεις γνωστών και επώνυμων στελεχών της Αιγιώτικης κοινωνίας αλλά και της Αιγιώτικης παροικίας στην Αθήνα. Στα τοπία, στα ελάτια και στις βρυσούλες του χωριού («Ασπρόβρυση», «Σκαμνούλα», «Κατεργάρης») έχουν περάσει πολλά καλοκαίρια τους, ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος, ο μετέπειτα βουλευτής Πάνος Σωτηρόπουλος, ο έμπορος Κώστας Δρούλιας, ο παντοπώλης Γιάννης Αδαμόπουλος, ο σταφιδέμπορος Κώστας Παπασπύρου, ο Θάνος Γιαννακόπουλος, ο δερματέμπορος Χρήστος Μπέσκος, ο Γιώργης Φιλιππακόπουλος με τα παιδιά του Σωτηράκη, διευθυντή ΑΤΕ και Θόδωρο Δημοσιογράφο, ο γιατρός Κώστας Καρπέτας, ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Θανάσης Παπαθεοδώρου, ο Γιώργος Γαρδενιώτης, ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος από τη Ροδοδάφνη, ο έμπορος Θανάσης Παπαδόπουλος, οι έμποροι Αφοί Θανασούλια, ο δημοσιογράφος Σωτήρης Κουνινιώτης που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Δουξ της Αράχωβας»κ.α. Από τη θέση «Κατεργάρης» πέρασε και κάθισε για να ξεκουραστεί με τα παλληκάρια του  και για να πάρουν νερό, ο περιβόητος λήσταρχος της εποχής Πανόπουλος, ερχόμενος από την Πάτρα. Αλλά και κατά τα πρώτα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής στην περιοχή του Μικρονιού είχε έλθει το πρώτο κλιμάκιο από τη Μέση Ανατολή, υπό τον ταγματάρχη Κάμπελ, έναν ασυρματιστή και τον εκ Λόγγου συμπατριώτη αεροπόρο Ντρενά, ο οποίος προσγείωσε το αεροπλάνο του στο αεροδρόμιο της Ρακίτας.

Ψηλότερα από το Μικρόνι ορθώνεται επιβλητικός ο «Κοκκινόβραχος» που έχει και αυτός την ιστορία του, με τους Μικρονιώτες  και τους Καραγκούνηδες, που τον έβαψαν με αίμα, συμπλακέντες εκατέρωθεν για το ποιοι θα πότιζαν πρώτοι τα κοπάδια τους!

Ο τελευταίος Αιγιώτης δεσπότης Αγαθόνικος από τούτα τα χώματα εδώ ξεκίνησε. Ως ιεροδιάκονος στη Μονή Ταξιαρχών, τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του, κάθε 20 Ιουλίου έρχονταν στο Μικρόνι και ιερουργούσε στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Μαζί του ήταν πάντα και ο εφημέριος Παπαπέτρου.

Ο μεγάλος Αιγιαλέας δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς ανάμεσα στο πλούσιο και εκλεκτό λογοτεχνικό του έργο έχει γράψει ωραίες σελίδες για τις καλλονές  του Μικρονιού.

Τι να πει κανείς και για τον άλλοτε δήμαρχο Σπύρο Παναγιωτόπουλο, που οι Αραχωβίτες του έλεγαν το τραγούδι:

Ποιος θα πάρει την εκλογή;

Ο κυρ – Σπύρος που είναι παιδί!

Από τις μεγάλες μορφές της Αράχωβας, που διακρίθηκαν όχι μόνο πανελλήνια αλλά και παγκόσμια, παραθέτουμε λίγα βιογραφικά στοιχεία για τους παρακάτω:

ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΣ

Κατά κόσμον Ανδρέας Παπασταματίου, γιος του ιερέα Κωνσταντίνου και της πρεσβυτέρας Μαρίας, το γένος Λαλιώτη. Γεννήθηκε το 1898 στην Αράχωβα Αιγίου. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο μοναστήρι των Ταξιαρχών. Φοίτησε στα σχολεία του Αιγίου και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου έγινε, αργότερα, διδάκτωρ. Μετά τους βαθμούς διακόνου και πρεσβύτερου το 1926, υπηρέτησε πρωτοσύγκελος στις Μητροπόλεις Καλαβρύτων- Αιγιαλείας και Κορινθίας και για μια δεκαετία (στα χρόνια του μεσοπολέμου) χρημάτισε εφημέριος Ελληνικών κοινοτήτων στη Βοστώνη και τον Καναδά. Το 1941 χειροτονήθηκε επίσκοπος και υπηρέτησε σαν βοηθός του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού. Το 1942 εξελέγη Μητροπολίτης Αργολίδος και το 1945 έγινε Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας μέχρι το 1956 που εξεδήμησε εις Κύριον.

Εργάστηκε άοκνα κι εμπνευσμένα στα πολύ δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και άφησε πλούσιο, γόνιμο και εντυπωσιακό έργο. Φρόντισε τη μόρφωση του έγγαμου εφημεριακού κλήρου, αναδιοργάνωσε τα μοναστήρια, εξασφάλισε την οικονομική αυτάρκεια, ενίσχυσε το θείο κήρυγμα, ίδρυσε κατηχητικά σχολεία, συστηματοποίησε τη φιλανθρωπία τον «Καλό Σαμαρείτη» και το εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο στα Καλάβρυτα. Λάτρης των γραμμάτων και γνώστης της Αγγλικής συνέγραψε πλήθος σημαντικών θεολογικών έργων.

ΖΩΡΖ ΚΩΝΣΤΑΝΤ

(Γιώργος Κωνσταντινόπουλος)   

Ο Γιώργος Κωνσταντινόπουλος γεννήθηκε στην Αραχώβα. Σε μικρή παιδική ηλικία έχασε τους γονείς του που πέθαναν σε διάστημα ολίγων μηνών ο ένας από τον άλλο.

Δύο θείοι του ανέλαβαν την ανατροφή του. Ο ένας ηγούμενος στο μοναστήρι της Ελεούσας, κοντά στην Πάτρα, κι ο άλλος έμπορος στο Αίγιο. Έτσι, ο Κωνστάντ το Φθινόπωρο, τον Χειμώνα και την Άνοιξη παρακολουθούσε το σχολείο του στο Αίγιο και τα καλοκαίρια τα περνούσε στο μοναστήρι. «Η ομορφιά κι η μεγαλοπρέπεια των βυζαντινών εικόνων που στόλιζαν τους τοίχους της Ελεούσας, τράβηξαν πολύ νωρίς την προσοχή του», αναφέρει η κόρη του.

Καθώς μεγάλωνε, άρχισε να μελετά αρχαϊκή και κλασική ελληνική τέχνη. Αργότερα άρχισε να ζωγραφίζει τη ζωή και το κάθε τι τριγύρω του, μέχρις ότου το χέρι του, το μάτι και ο ίδιος του ο εαυτός, παραδόθηκαν στη ζωή τέχνης. Το 1912 μετανάστευσε στην Αμερική. Από τον πρώτο χρόνο, που βρέθηκε στη νέα γη, παρακολούθησε τη σχολή Καλών τεχνών του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον του Σαίντ Λούις. Τον δεύτερο χρόνο κέρδισε μια υποτροφία στο Ινστιτούτο  Τεχνών του Σικάγο, εκεί γνώρισε νέες επιδράσεις και για πρώτη φορά στη ζωή του ήλθε σε επαφή με την γνήσια τέχνη του Σεζάν, από την οποίαν επηρεάστηκαν πολύ τα πρώτα χρόνια της εργασίας του.

Το 1918 εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μια ομαδική έκθεση. Γίνεται καθηγητής στο Ινστιτούτο Τέχνης Ντάπον, το οποίον εγκαταλείπει το 1922, για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Τον πρώτο χρόνο εργάζεται σαν σκηνογράφος και πολύ γρήγορα μπαίνει στην  καλλιτεχνική ζωή της Αμερικανικής μεγαλουπόλεως. Το δεύτερο χρόνο κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση, η οποία του ανοίγει τον δρόμο προς την επιτυχία. Ακολουθούν σειρές πρώτων βραβείων και εκθέσεις έργων του στις μεγαλύτερες Γκαλερί και μουσεία της Ευρώπης  και των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι κριτικές, του αφιερώνουν διθυράμβους. «Ο Κωνστάντ είναι ο καλλιτέχνης των ιδεών» λέει ο Καρλάιλ Μπάρροους στην εφημερίδα «Χέραλντ Τριμπιούν».

Το έργο και την προσωπικότητα του Ζώρζ Κωνστάντ πρωτοπαρουσίασε στο κοινό της Αιγιάλειας, ο αείμνηστος  Σωτηράκης Κουνινιώτης, το 1954 από τις στήλες της «Αχαϊκής Εστίας». Αραχωβίτης κι ο Σωτηράκης Κουνινιώτης, μας έδωσε αρκετά στοιχεία για την αλματώδη σταδιοδρομία του ταλαντούχου ζωγράφου στο νέο κόσμο της Αμερικής.

ΡΟΔΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Γεννήθηκε το 1884 στην Αράχωβα Αιγίου και πέθανε στην Αθήνα το 1948. Ξεκίνησε σαν τυπογράφος στο Αίγιο, όπου πήρε τα εγκύκλια μαθήματα και πολύ σύντομα διακρίθηκε σαν δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης και θεατρικός συγγραφέας.

Μικρό δειλό και άπραγο χωριατόπουλο, ο Ροδάς, κατέβηκε από το χωριό του, την Αράχωβα, οπλισμένος με μια βαθιά πίστη προς το ακριβό παιδικό του ιδανικό: « Τ’ ανέβασμα όλο και πιο ψηλά». Και σε αυτή την πίστη, σε αυτή τη θρησκεία έμεινε γερά δεμένος, ένας αληθινός πιστός ως την στερνή του ώρα. Μια φλόγα μέσα του κι ένας έρωτας για μάθηση. Την ημέρα δουλεύει στο τυπογραφείο τη νύχτα διαβάζει και γράφει.

Έτσι, ξεκινάει για το μεγάλο ταξίδι στους μαγικούς χώρους της  λογοτεχνίας και τον ανηφορικό Γολγοθά της δημοσιογραφίας. Το βιβλιοπωλείο του Χρ. Σπηλιόπουλου στο Αίγιο στάθηκε το μεγάλο κι αστείρευτο σπουδαστήριο κι ορμητήριο του. Ο ίδιος, στο αυτογραφικό του χρονικό «τα πρώτα μου χρόνια στη Βοστίτσα», μιλάει με θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη για κείνο το βιβλιοπωλείο- τυπογραφείο από όπου ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα : «Τα βιβλία ήταν στη διάθεση μου τις ώρες που δεν είχα δουλειά. Και διάβαζα αδιάκοπα. Εκτός όμως από το βιβλιοπωλείο ήταν και το τυπογραφείο. Ένα μικρό τυπογραφείο με χειροκίνητο πιεστήριο μικρό για κάρτες και αγγελίες και ένα μεγάλο για εφημεριδούλα, που έβγαινε μια φορά την εβδομάδα, για να δημοσιεύει περισσότερο τους πλειστηριασμούς των συμβολαιογράφων. Το τυπογραφείο ήταν για μένα κάτι το προσφιλές, γιατί μου άνοιγε ένα νέο κόσμο μπροστά μου».

Το Αιγιώτικό βιβλιοπωλείο στις αρχές του αιώνα μας, γίνεται το «πανεπιστήμιο» του Ροδά. Στοιχειοθετεί στο τυπογραφείο, μελετά τα βιβλία του βιβλιοπωλείου, διαβάζει τις Πατρινές εφημερίδες «Πελοπόννησο» και «Νεολόγο» που έφταναν με το πρωινό τραίνο. Οι εφημερίδες δεν είχαν στο Αίγιο μόνιμους ανταποκριτές. Ο Ροδάς άρχισε δειλά-δειλά να γράφει και να στέλνει τα κείμενά του στο «Νεολόγο».   Και όταν μεγάλωσε κι ένιωσε να μην τον χωράει ο τόπος, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί εκτός από τη δημοσιογραφία γνώρισε μια άλλη μεγάλη αγάπη : το θέατρο. Με φλόγα κι ενθουσιασμό αφοσιώθηκε για λίγα χρόνια και σε αυτό. Ήταν η εποχή που μεσουρανούσε η Βερώνη. Παίζει στο θέατρο της και την ακολουθεί παντού. Πότε στην Πόλη και πότε στην Σμύρνη. Από τότε η Ανατολή μίλησε μέσα στην ψυχή του. Τον είχε κιόλας κερδίσει. Ύστερα ήρθαν οι πόλεμοι. Τον βρίσκουμε πρωτοπόρο στα νιάτα να πολεμάει με ηρωισμό στην Ήπειρο. Ανδραγαθεί και τραυματίζεται στην Μανωλιάσσα. Έρχεται ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος. Πάλι πρώτος ο Ροδάς. Τώρα πια δημοσιογράφος και όχι πολεμιστής. Θριαμβεύει με τις ανταποκρίσεις του. Σαν πολεμικός ανταποκριτής στέλνει ολοσέλιδα τηλεγραφήματα. «Η Πατρίς», είναι η μόνη εφημερίδα που θριαμβεύει χάρη στον πολεμικό της απεσταλμένο. Ο Σίμος και ο Βουτσινάς του στέλνουν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα. Ολόκληρους μήνες πηγαίνει και έρχεται μεταξύ Λήμνου και Μυτιλήνης. Στέλνει αδιάκοπα τα εντυπωσιακά του κείμενα. Ύστερα μεσολαβεί το πολιτικό χάσμα και ο διχασμός του έθνους. Ο Μιχάλης Ροδάς πιστός στα δημοκρατικά ιδανικά του βρίσκεται πάντα στο πλευρό του Βενιζέλου.

Η δεύτερη φάση της δημοσιογραφικής του προσφοράς ξεκινάει το 1919 με την απελευθέρωση της Σμύρνης και κρατάει μέχρι το 1922 που όλα τα όνειρά της Μεγάλης Ελλάδας έγιναν συντρίμμια. Ο Μιχάλης Ροδάς αναλαμβάνει τη Διεύθυνση του Γραφείου Τύπου της αρμοστείας στη Σμύρνη και σαν σωστός Πατριώτης και ακέραιος άνθρωπος, συγκρούστηκε πολλές φορές με τον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη. Δεν εγκατέλειψε όμως την θέση του γιατί τον συγκράτησε η αντίληψη ότι «ξεπλήρωνε ιερό καθήκον έναντι της Πατρίδας». Από το γραφείο του στη Σμύρνη παρακολούθησε τη στρατιωτική Μικρασιατική γιγαντομαχία, αλλά και ολόκληρο το σκοτεινό παρασκήνιο του διπλωματικού αγώνα. Έγραφε ανταποκρίσεις, εντυπώσεις, κρίσεις. Οργάνωσε αρχείο με αναμνήσεις και σημειώσεις των σημαντικών γεγονότων που αποτέλεσαν το υλικό της μνημειώδους συγγραφή του: «Η Ελλάδα στην Μικράν Ασία» (1950).

Το τρίτο δημοσιογραφικό του στάδιο ξετυλίγεται σαν κριτικός θεάτρου και σαν απεσταλμένος του «Ελεύθερου Βήματος» σε όλα τα νέα ελληνικά εδάφη. Νωρίτερα έχουν έρθει και οι λογοτεχνικές του επιτυχίες με την έκδοση του περιοδικού «Τέχνη και Θέατρο», με τη στήλη κριτικής θεάτρου που πρώτος στη Ελλάδα καθιέρωσε στο «Βήμα», με τη συλλογή του «Τα αμαρτωλά» και με το ανέβασμα του θεατρικού του έργου «Η οργή του Δάσους»   από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Εκτός από τα «Αμαρτωλά» και την «Οργή του Δάσους» (θέατρο 1929), έγραψε : «Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν», «Οι Δύο Κόσμοι» κ.α.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ                              

Γεννήθηκε στην Αράχωβα και μεγάλωσε στο Αίγιο όπου πήρε την εγκύκλια μόρφωση. Γλωσσομαθής με πλατειά γνώση της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ασχολήθηκε από νωρίς με τη Δημοσιογραφία. Διετέλεσε αρχισυντάκτης και δημοσιογράφος στην τοπική εφημερίδα «Φωνή του Αιγίου» και ανταποκριτής σε Πατρινές και Αθηναϊκές εφημερίδες. Ήταν εκδότης και διευθυντής της τοπικής εφημερίδας «Φρουρός». Ασχολήθηκε με την ποίηση και δημοσίευσε τα έργα του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής με το ψευδώνυμο «Δήμος Δαναός». Πραγματοποίησε επιτυχείς μεταφράσεις λυρικών έργων Γάλλων ποιητών.   

 * Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι τ. εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.